Ο Thomas Kuhn χρησιμοποιεί τον όρο «παράδειγμα» (paradigm) προκειμένου να εκφράσει τις αλλαγές στον τρόπο σκέψης και την πρακτική της επιστήμης. Τον ίδιο όρο χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες κάνοντας λόγο για ένα «νέο παράδειγμα», ως άξονα ανάλυσης της αλλαγής στην εκπαιδευτική πολιτική. Συγκεκριμένα τοποθετούν χρονικά τη γέννηση αυτού του νέου παραδείγματος την άνοιξη του 2000 στο Συμβούλιο Κορυφής της Λισαβόνας, όπου οι αρχηγοί των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώνοντας ότι η πρόκληση της νομισματικής ενοποίησης ολοκλήρωνε τον κύκλο της, «επινόησαν ένα μεγάλο όραμα, προσβλέποντας στη διαρκή κινητοποίηση των κοινωνιών τους»
Το όραμα ήταν η τοποθέτηση της Ευρώπης στην πρώτη θέση του κόσμου από πλευράς ανταγωνιστικότητας μέχρι το έτος 2010. Η κατάληψη αυτής της πρωτιάς θα συνοδεύεται από τη διαμόρφωση των όρων προφύλαξης της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του οράματος είναι η γνώση και οι τεχνολογικές καινοτομίες. Ο πολίτης και ο εργαζόμενος προκειμένου να συμμετέχουν στα κοινά και να διεκδικούν μια θέση στην αγορά εργασίας θα πρέπει να εκπαιδεύονται και να επανεκπαιδεύονται.
Η εκπαίδευση αναδεικνύεται έτσι σε πολύτιμο αγαθό για την πρόοδο του ατόμου και την ανάπτυξη των κοινωνιών και αντιμετωπίζεται ως επένδυση. Το ζήτημα της χρηματοδότησης αυτού του μαζικού και μαζικά επαναλαμβανόμενου «εκπαιδευτικού εγχειρήματος» θα αντιμετωπισθεί με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν, όπου σύμφωνα με το «παραδοσιακό επενδυτικό παράδειγμα» το κράτος είχε την υποχρέωση να χρηματοδοτεί τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στο νέο παράδειγμα, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκτός από την κρατική χρηματοδότηση που θα λαμβάνουν, θα πρέπει να κινηθούν στην αγορά προκειμένου να κερδίσουν πόρους για να στηρίξουν την ύπαρξη και τις δραστηριότητές τους. Αυτός ο συγκερασμός κρατικών και ιδιωτικών πόρων, όπου οι πρώτοι θα είναι οριακοί για την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος και οι δεύτεροι δεν θα είναι δεδομένοι αλλά θα προκύπτουν από την κινητοποίηση του προσωπικού του ιδρύματος, θα επιφέρουν βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πρέπει να περάσουν από την «εσωστρέφεια», «να ανοιχτούν στην κοινωνία συμμετέχοντας σε δίκτυα αναζητώντας κοινωνικούς και οικονομικούς εταίρους».
Αυτό σημαίνει ότι μέρος των αναλυτικών προγραμμάτων των σχολείων θα προσδιορισθούν από αυτές τις πρωτοβουλίες, κάτι που είναι αντίστοιχο με τα όσα προεκλογικά έλεγε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ για τη δημιουργία «αναλυτικών προγραμμάτων στόχων», όπου κάθε σχολείο θα έχει την «ελευθερία» να επιλέξει τους τρόπους με τους οποίους θα τους επιτύχει. Είναι επίσης αντίστοιχο με τις συμβουλές του ΟΟΣΑ και με ελληνικά κυβερνητικά κείμενα που επιδιώκουν την «επιχειρηματοποίηση» του σχολείου.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές τα γενικά χαρακτηριστικά του «νέου παραδείγματος» στην εκπαιδευτική πολιτική.
Το όραμα ήταν η τοποθέτηση της Ευρώπης στην πρώτη θέση του κόσμου από πλευράς ανταγωνιστικότητας μέχρι το έτος 2010. Η κατάληψη αυτής της πρωτιάς θα συνοδεύεται από τη διαμόρφωση των όρων προφύλαξης της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του οράματος είναι η γνώση και οι τεχνολογικές καινοτομίες. Ο πολίτης και ο εργαζόμενος προκειμένου να συμμετέχουν στα κοινά και να διεκδικούν μια θέση στην αγορά εργασίας θα πρέπει να εκπαιδεύονται και να επανεκπαιδεύονται.
Η εκπαίδευση αναδεικνύεται έτσι σε πολύτιμο αγαθό για την πρόοδο του ατόμου και την ανάπτυξη των κοινωνιών και αντιμετωπίζεται ως επένδυση. Το ζήτημα της χρηματοδότησης αυτού του μαζικού και μαζικά επαναλαμβανόμενου «εκπαιδευτικού εγχειρήματος» θα αντιμετωπισθεί με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν, όπου σύμφωνα με το «παραδοσιακό επενδυτικό παράδειγμα» το κράτος είχε την υποχρέωση να χρηματοδοτεί τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στο νέο παράδειγμα, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκτός από την κρατική χρηματοδότηση που θα λαμβάνουν, θα πρέπει να κινηθούν στην αγορά προκειμένου να κερδίσουν πόρους για να στηρίξουν την ύπαρξη και τις δραστηριότητές τους. Αυτός ο συγκερασμός κρατικών και ιδιωτικών πόρων, όπου οι πρώτοι θα είναι οριακοί για την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος και οι δεύτεροι δεν θα είναι δεδομένοι αλλά θα προκύπτουν από την κινητοποίηση του προσωπικού του ιδρύματος, θα επιφέρουν βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πρέπει να περάσουν από την «εσωστρέφεια», «να ανοιχτούν στην κοινωνία συμμετέχοντας σε δίκτυα αναζητώντας κοινωνικούς και οικονομικούς εταίρους».
Αυτό σημαίνει ότι μέρος των αναλυτικών προγραμμάτων των σχολείων θα προσδιορισθούν από αυτές τις πρωτοβουλίες, κάτι που είναι αντίστοιχο με τα όσα προεκλογικά έλεγε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ για τη δημιουργία «αναλυτικών προγραμμάτων στόχων», όπου κάθε σχολείο θα έχει την «ελευθερία» να επιλέξει τους τρόπους με τους οποίους θα τους επιτύχει. Είναι επίσης αντίστοιχο με τις συμβουλές του ΟΟΣΑ και με ελληνικά κυβερνητικά κείμενα που επιδιώκουν την «επιχειρηματοποίηση» του σχολείου.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές τα γενικά χαρακτηριστικά του «νέου παραδείγματος» στην εκπαιδευτική πολιτική.