Στα χέρια των εισαγγελικών αρχών βρίσκεται πόρισμα-φωτιά του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, κ. Λέανδρου Ρακιντζή, αναφορικά με «παραθυράκια» στο υφιστάμενο πλαίσιο καταβολής κρατικών επιχορηγήσεων για επενδυτικά προγράμματα επιχειρήσεων από το υπουργείο Ανάπτυξης. Κρατικό χρήμα που δίδεται μη σύννομα σε ιδιώτες, καθεστώς αδιαφάνειας με «υποβόσκουσα» συναλλαγή και διαφθορά και παντελής έλλειψη ελέγχου καταγράφονται, μεταξύ άλλων, στη 16σέλιδη έκθεση που συνέταξε μικτό κλιμάκιο επιθεωρητών προ δεκαπενθημέρου για τα πεπραγμένα της αρμόδιας Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπουργείου.
Αφορμή για τη διενέργεια του ελέγχου στάθηκε «η μη σύννομη καταβολή ποσού επιχορήγησης ύψους 724.828,90 ευρώ» σε εταιρεία, υπόθεση που προκάλεσε, όπως αναφέρεται, την άμεση ενεργοποίηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης στέλνοντας την υπόθεση στη Δικαιοσύνη. Η παράνομη επιχορήγηση αφορά σε κρατική ενίσχυση συνολικού ύψους 1,5εκατ ευρώ επιχείρησης με έδρα το νομό Αργολίδας για την υλοποίηση επένδυσης ίδρυσης μονάδας παραγωγής κόστους 5,1εκατ ευρώ. Σύμφωνα με το πόρισμα, εκπρόσωπος της συγκεκριμένης εταιρείας εισέπραξε το 2009 το ποσό των 725.000ευρώ, «παρότι είχε κοινοποιηθεί στην υπηρεσία σύμβαση εκχώρησης της επιχορήγησης υπέρ τράπεζας», από την οποία είχε δανειστεί ο επιχειρηματίας. Το πλέον ενδιαφέρον όμως σε αυτή την ιστορία είναι πως από το Σεπτέμβριο του 2010 όταν και αποκαλύφθηκε η παράνομη πληρωμή, «ουδείς έχει προβεί μέχρι σήμερα σε οιαδήποτε ενέργεια για διαπίστωση και απόδοση τυχόν ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών στους παρανόμως εισπράξαντες και ιδιοποιηθέντες του ποσού αυτού εκπροσώπους της εταιρείας και των πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών στους εμπλεκόμενους υπηρεσιακούς παράγοντες». Επιπλέον, δεν ενεργοποιήθηκε εκ μέρους των αρμοδίων αστική διεκδίκηση του ποσού αυτού και με δεδομένο ότι η εν λόγω εταιρεία βρίσκεται στο στάδιο της εκποίησης της πτωχευτικής περιουσίας δεν έχει αναγγελθεί η απαίτηση του δημοσίου στην πτώχευση και το δημόσιο δεν συμπεριλαμβάνεται στην κατάσταση των δικαιούχων! Η διερεύνηση της υπόθεσης αυτής από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης φέρνει στο φως σειρά «σκοτεινών» σημείων στη διαδικασία επιχορηγήσεων. «Η διαδικασία εκταμίευσης των επιχορηγήσεων πάσχει σοβαρά σε θέματα οργάνωσης και διαφάνειας και αυτά δημιουργούν συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε φαινόμενα συναλλαγής και διαφθοράς», διαπιστώνεται. Από την έρευνα προέκυψε ότι δεν τηρούνται ούτε τα στοιχειώδη στην προβλεπόμενη διαδικασία αφού «δεν πρωτοκολλούνταν καν τα δικαιολογητικά για να ενταχθεί κάποια επένδυση σε πρόγραμμα επιχορήγησης». Αντιθέτως, «η επικοινωνία της υπηρεσίας με τους επενδυτές για ειδοποίησή τους προκειμένου να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά για την είσπραξη της επιχορήγησης γίνεται τηλεφωνικά χωρίς καμία καταγραφή της ειδοποίησης, η δε γραπτή επίσημη επικοινωνία (με το κλασσικό ή το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) φαίνεται ότι είναι παντελώς αποκλεισμένη. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν συνεκτιμηθεί ότι οι πληρωμές γίνονται ανάλογα και με τη διαθεσιμότητα των κονδυλίων»! Στο πλαίσιο αυτό, τις εκταμιεύσεις τις χειρίζεται αποκλειστικά ο υπόλογος κάθε επενδυτικού προγράμματος «χωρίς η ιεραρχία να παρακολουθεί την εξέλιξη της διαδικασίας» και «όλοι οι υπογράφοντες πλην του υπολόγου δεν έχουν γνώση της νομιμότητας ή μη της πράξης που προσυπογράφουν». Βάσει του παραπάνω πορίσματος ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ζητά την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο της υπολόγου του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος και του προϊσταμένου του Τμήματος Ελέγχου και Εκταμιεύσεων κατά την επίμαχη περίοδο για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα καθώς και της αμέλειας και της ατελούς ή μη έγκαιρης εκπλήρωσης του καθήκοντος. Επιπροσθέτως, παρά το ότι έχουν συνταξιοδοτηθεί και δεν υφίσταται πλέον πειθαρχική δίωξη εις βάρος τους, καταλογίζεται στην πορισματική έκθεση πλημμελή εποπτεία για την παράνομη καταβολή της επιχορήγησης και ευθύνη για το ότι δεν προέβησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την πειθαρχική και ποινική διερεύνηση του συμβάντος όταν αυτό περιήλθε σε γνώση τους σε τρεις επικεφαλής διευθύνσεων και τμημάτων της ίδιας υπηρεσίας.
Αφορμή για τη διενέργεια του ελέγχου στάθηκε «η μη σύννομη καταβολή ποσού επιχορήγησης ύψους 724.828,90 ευρώ» σε εταιρεία, υπόθεση που προκάλεσε, όπως αναφέρεται, την άμεση ενεργοποίηση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης στέλνοντας την υπόθεση στη Δικαιοσύνη. Η παράνομη επιχορήγηση αφορά σε κρατική ενίσχυση συνολικού ύψους 1,5εκατ ευρώ επιχείρησης με έδρα το νομό Αργολίδας για την υλοποίηση επένδυσης ίδρυσης μονάδας παραγωγής κόστους 5,1εκατ ευρώ. Σύμφωνα με το πόρισμα, εκπρόσωπος της συγκεκριμένης εταιρείας εισέπραξε το 2009 το ποσό των 725.000ευρώ, «παρότι είχε κοινοποιηθεί στην υπηρεσία σύμβαση εκχώρησης της επιχορήγησης υπέρ τράπεζας», από την οποία είχε δανειστεί ο επιχειρηματίας. Το πλέον ενδιαφέρον όμως σε αυτή την ιστορία είναι πως από το Σεπτέμβριο του 2010 όταν και αποκαλύφθηκε η παράνομη πληρωμή, «ουδείς έχει προβεί μέχρι σήμερα σε οιαδήποτε ενέργεια για διαπίστωση και απόδοση τυχόν ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών στους παρανόμως εισπράξαντες και ιδιοποιηθέντες του ποσού αυτού εκπροσώπους της εταιρείας και των πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών στους εμπλεκόμενους υπηρεσιακούς παράγοντες». Επιπλέον, δεν ενεργοποιήθηκε εκ μέρους των αρμοδίων αστική διεκδίκηση του ποσού αυτού και με δεδομένο ότι η εν λόγω εταιρεία βρίσκεται στο στάδιο της εκποίησης της πτωχευτικής περιουσίας δεν έχει αναγγελθεί η απαίτηση του δημοσίου στην πτώχευση και το δημόσιο δεν συμπεριλαμβάνεται στην κατάσταση των δικαιούχων! Η διερεύνηση της υπόθεσης αυτής από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης φέρνει στο φως σειρά «σκοτεινών» σημείων στη διαδικασία επιχορηγήσεων. «Η διαδικασία εκταμίευσης των επιχορηγήσεων πάσχει σοβαρά σε θέματα οργάνωσης και διαφάνειας και αυτά δημιουργούν συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε φαινόμενα συναλλαγής και διαφθοράς», διαπιστώνεται. Από την έρευνα προέκυψε ότι δεν τηρούνται ούτε τα στοιχειώδη στην προβλεπόμενη διαδικασία αφού «δεν πρωτοκολλούνταν καν τα δικαιολογητικά για να ενταχθεί κάποια επένδυση σε πρόγραμμα επιχορήγησης». Αντιθέτως, «η επικοινωνία της υπηρεσίας με τους επενδυτές για ειδοποίησή τους προκειμένου να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά για την είσπραξη της επιχορήγησης γίνεται τηλεφωνικά χωρίς καμία καταγραφή της ειδοποίησης, η δε γραπτή επίσημη επικοινωνία (με το κλασσικό ή το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) φαίνεται ότι είναι παντελώς αποκλεισμένη. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν συνεκτιμηθεί ότι οι πληρωμές γίνονται ανάλογα και με τη διαθεσιμότητα των κονδυλίων»! Στο πλαίσιο αυτό, τις εκταμιεύσεις τις χειρίζεται αποκλειστικά ο υπόλογος κάθε επενδυτικού προγράμματος «χωρίς η ιεραρχία να παρακολουθεί την εξέλιξη της διαδικασίας» και «όλοι οι υπογράφοντες πλην του υπολόγου δεν έχουν γνώση της νομιμότητας ή μη της πράξης που προσυπογράφουν». Βάσει του παραπάνω πορίσματος ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης ζητά την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο της υπολόγου του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος και του προϊσταμένου του Τμήματος Ελέγχου και Εκταμιεύσεων κατά την επίμαχη περίοδο για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα καθώς και της αμέλειας και της ατελούς ή μη έγκαιρης εκπλήρωσης του καθήκοντος. Επιπροσθέτως, παρά το ότι έχουν συνταξιοδοτηθεί και δεν υφίσταται πλέον πειθαρχική δίωξη εις βάρος τους, καταλογίζεται στην πορισματική έκθεση πλημμελή εποπτεία για την παράνομη καταβολή της επιχορήγησης και ευθύνη για το ότι δεν προέβησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την πειθαρχική και ποινική διερεύνηση του συμβάντος όταν αυτό περιήλθε σε γνώση τους σε τρεις επικεφαλής διευθύνσεων και τμημάτων της ίδιας υπηρεσίας.