Ίσως μας κοροϊδέψουν κι άλλο. Ίσως κάνουν δημοσκόπηση με το ερώτημα «ποια είναι η αγαπημένη σας ημερομηνία για εκλογές;». Κι έτσι να πορευτούμε με το καρότο των εκλογών.
Ο συνδυασμός της προπαγάνδας (δημοσκοπήσεις – εκλογές) έχει δώσει τα ρέστα της. Με δεδομένο ότι οι έλληνες πολιτικοί είναι χαρακτηρισμένοι και αποδεδειγμένα ηλίθιοι, γίνεται φανερό ότι ο σχεδιασμός έρχεται απ’ έξω. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ είχαν αναγάγει το δεύτερο Μνημόνιο και το PSI σε απαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας, τώρα τα ακυρώνουν οι ίδιοι, δηλώνοντας από τη Λαγκάρντ έως τον κλητήρα της ΕΚΤ ότι η Ελλάδα δεν έχει σωθεί ακόμη.
Τώρα βάζουν ακόμη μία απαραίτητη προϋπόθεση. Να εκλεγεί συγκυβέρνηση και ακόμη καλύτερα υπό την πρωθυπουργία Παπαδήμου. Δεν ξέρω πώς είναι οι εκλογές στις άλλες χώρες, αλλά «κόμμα συγκυβέρνησης» δε νομίζω να υπάρχει κάπου στον κόσμο.
Αυτοί όμως επιμένουν. Προωθούν μάλιστα το «κόμμα συγκυβέρνησης» και μέσω των δημοσκοπήσεων, από τις οποίες κάθε φορά «προκύπτει» το «ξεκάθαρο συμπέρασμα» ότι οι «πολίτες ζητούν κυβερνητική συνεργασία κομμάτων».
Το ότι οι δημοσκοπήσεις είναι πλαστές και κατευθυνόμενες, γίνεται φανερό από τα ίδια τα κόμματα, που επειδή είναι ηλίθια, διαρρέουν ότι σε «μυστικές δημοσκοπήσεις» που διενεργούν μόνο για λογαριασμό τους, βγαίνουν εκείνα ή τα άλλα συμπεράσματα.
Αν, λοιπόν, οι δημοσκοπήσεις που εμφανίζονται κάθε τρεις και λίγο στις εφημερίδες ήταν αληθινές και αξιόπιστες, τότε για ποιο λόγο τα κόμματα θα έπρεπε να κάνουν και ξεχωριστές, δικές τους, τις οποίες εμπιστεύονται περισσότερο;
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρία δεδομένα. Η κυβέρνηση Παπαδήμου σπάζοντας κάθε ρεκόρ απαξίωσης των πολιτών έχει μετατρέψει την ημερομηνία των εκλογών σε κεντρικό θέμα συζήτησης και κυρίαρχο αίτημα των πολιτών, μουδιάζοντας τη διάθεση για οποιαδήποτε δυναμική μαζική αντίδραση.
Δεύτερον, η «είσοδος» της Χρυσής Αυγής στη Βουλή μέσω των δημοσκοπήσεων, δημιουργεί την απαραίτητη ηττοπάθεια στο δημοκρατικό σώμα των πολιτών και ταυτόχρονα τους γεμίζει με απαισιοδοξία για το πόσο κατανοεί το πρόβλημα και τη λύση η κοινωνία.
Η Χρυσή Αυγή είναι μια συμμορία που μπορεί μεν σε κάποιες περιοχές της Αθήνας να έχει τα «περάσματά» της, αλλά το ποσοστό του 4% και του 5% σε πανελλαδικό επίπεδο είναι μια ακόμη ανεκδοτολογική συνιστώσα της αξίας των δημοσκοπήσεων που πλασάρονται στο ευρύ κοινό.
Η «άνοδος» της Χρυσής Αυγής δημοσκοπικά, χρησιμοποιείται απλώς και μόνο για να καλύψει την ανάγκη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να εμφανιστούν ως δημοκρατικά κόμματα. Δεν είναι! Το απέδειξαν σε όλους τους χειρισμούς τα τελευταία 2,5 χρόνια.
Επειδή, λοιπόν, ο λαός φασίστες τους ανεβάζει, χουντικούς τους κατεβάζει, το εύρημα της Χρυσής Αυγής δίνει την ευκαιρία περισσότερο στον Βενιζέλο και λιγότερο στον Σαμαρά να πετάξουν κανά δυο κορώνες περί προστασίας της Βουλής από τους νεοναζί και να νιώσουν «δημοκράτες». Ουσιαστικά, η «άνοδος» της Χρυσής Αυγής λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη φασιστική λειτουργία των δύο κομμάτων.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΔΗΜΑΡ λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες για τους αντίστοιχους της ΝΔ. Γενικώς, με κάθε τρόπο επιδιώκεται ένα σφουγγάρισμα ενοχών κι ενόχων ώστε μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας να εμφανιστεί πεντακάθαρο κι έτοιμο να σώσει την πατρίδα, αλλά και να εξασφαλίσει την επιβίωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Το τρίτο δεδομένο, είναι η τρομοκρατία που ασκείται από το ΔΝΤ και τις Βρυξέλλες, οι οποίες πλέον υπόσχονται να μας ρίξουν σε μία κόλαση γεμάτη τιμωρίες έτσι και τολμήσουμε να μην εκλέξουμε το «κόμμα συγκυβέρνησης».
Τους διαφεύγει μάλλον το γεγονός, ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει ήδη την κόλασή του και δεν έχει να φοβηθεί κάτι ιδιαίτερο. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται η τρομοκρατία του ΔΝΤ και των Βρυξελλών, είναι εκείνο το οποίο βιώνει ελάχιστα έως καθόλου τις επιπτώσεις της κρίσης, αλλά αυτό το κοινό ούτως ή άλλως το είχαν δικό τους.
Για την Αριστερά τα έχουμε ξαναπεί, να μην τα ξαναλέμε. Δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Δεν έχει στόχους και αποκτά καθημερινά όλο και περισσότερο το ρόλο του παρατηρητή. Οι ηγέτες της σημερινής Αριστεράς είναι φανερό ότι φοβούνται την όποια δύναμη μπορεί να της παραχωρήσουν οι πολίτες. Δεν την αντέχει. Δεν ξέρει να τη διαχειριστεί. Τουλάχιστον διαθέτει αυτογνωσία.
Ο συνδυασμός της προπαγάνδας (δημοσκοπήσεις – εκλογές) έχει δώσει τα ρέστα της. Με δεδομένο ότι οι έλληνες πολιτικοί είναι χαρακτηρισμένοι και αποδεδειγμένα ηλίθιοι, γίνεται φανερό ότι ο σχεδιασμός έρχεται απ’ έξω. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ είχαν αναγάγει το δεύτερο Μνημόνιο και το PSI σε απαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας, τώρα τα ακυρώνουν οι ίδιοι, δηλώνοντας από τη Λαγκάρντ έως τον κλητήρα της ΕΚΤ ότι η Ελλάδα δεν έχει σωθεί ακόμη.
Τώρα βάζουν ακόμη μία απαραίτητη προϋπόθεση. Να εκλεγεί συγκυβέρνηση και ακόμη καλύτερα υπό την πρωθυπουργία Παπαδήμου. Δεν ξέρω πώς είναι οι εκλογές στις άλλες χώρες, αλλά «κόμμα συγκυβέρνησης» δε νομίζω να υπάρχει κάπου στον κόσμο.
Αυτοί όμως επιμένουν. Προωθούν μάλιστα το «κόμμα συγκυβέρνησης» και μέσω των δημοσκοπήσεων, από τις οποίες κάθε φορά «προκύπτει» το «ξεκάθαρο συμπέρασμα» ότι οι «πολίτες ζητούν κυβερνητική συνεργασία κομμάτων».
Το ότι οι δημοσκοπήσεις είναι πλαστές και κατευθυνόμενες, γίνεται φανερό από τα ίδια τα κόμματα, που επειδή είναι ηλίθια, διαρρέουν ότι σε «μυστικές δημοσκοπήσεις» που διενεργούν μόνο για λογαριασμό τους, βγαίνουν εκείνα ή τα άλλα συμπεράσματα.
Αν, λοιπόν, οι δημοσκοπήσεις που εμφανίζονται κάθε τρεις και λίγο στις εφημερίδες ήταν αληθινές και αξιόπιστες, τότε για ποιο λόγο τα κόμματα θα έπρεπε να κάνουν και ξεχωριστές, δικές τους, τις οποίες εμπιστεύονται περισσότερο;
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρία δεδομένα. Η κυβέρνηση Παπαδήμου σπάζοντας κάθε ρεκόρ απαξίωσης των πολιτών έχει μετατρέψει την ημερομηνία των εκλογών σε κεντρικό θέμα συζήτησης και κυρίαρχο αίτημα των πολιτών, μουδιάζοντας τη διάθεση για οποιαδήποτε δυναμική μαζική αντίδραση.
Δεύτερον, η «είσοδος» της Χρυσής Αυγής στη Βουλή μέσω των δημοσκοπήσεων, δημιουργεί την απαραίτητη ηττοπάθεια στο δημοκρατικό σώμα των πολιτών και ταυτόχρονα τους γεμίζει με απαισιοδοξία για το πόσο κατανοεί το πρόβλημα και τη λύση η κοινωνία.
Η Χρυσή Αυγή είναι μια συμμορία που μπορεί μεν σε κάποιες περιοχές της Αθήνας να έχει τα «περάσματά» της, αλλά το ποσοστό του 4% και του 5% σε πανελλαδικό επίπεδο είναι μια ακόμη ανεκδοτολογική συνιστώσα της αξίας των δημοσκοπήσεων που πλασάρονται στο ευρύ κοινό.
Η «άνοδος» της Χρυσής Αυγής δημοσκοπικά, χρησιμοποιείται απλώς και μόνο για να καλύψει την ανάγκη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να εμφανιστούν ως δημοκρατικά κόμματα. Δεν είναι! Το απέδειξαν σε όλους τους χειρισμούς τα τελευταία 2,5 χρόνια.
Επειδή, λοιπόν, ο λαός φασίστες τους ανεβάζει, χουντικούς τους κατεβάζει, το εύρημα της Χρυσής Αυγής δίνει την ευκαιρία περισσότερο στον Βενιζέλο και λιγότερο στον Σαμαρά να πετάξουν κανά δυο κορώνες περί προστασίας της Βουλής από τους νεοναζί και να νιώσουν «δημοκράτες». Ουσιαστικά, η «άνοδος» της Χρυσής Αυγής λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη φασιστική λειτουργία των δύο κομμάτων.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΔΗΜΑΡ λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες για τους αντίστοιχους της ΝΔ. Γενικώς, με κάθε τρόπο επιδιώκεται ένα σφουγγάρισμα ενοχών κι ενόχων ώστε μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας να εμφανιστεί πεντακάθαρο κι έτοιμο να σώσει την πατρίδα, αλλά και να εξασφαλίσει την επιβίωση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Το τρίτο δεδομένο, είναι η τρομοκρατία που ασκείται από το ΔΝΤ και τις Βρυξέλλες, οι οποίες πλέον υπόσχονται να μας ρίξουν σε μία κόλαση γεμάτη τιμωρίες έτσι και τολμήσουμε να μην εκλέξουμε το «κόμμα συγκυβέρνησης».
Τους διαφεύγει μάλλον το γεγονός, ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει ήδη την κόλασή του και δεν έχει να φοβηθεί κάτι ιδιαίτερο. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται η τρομοκρατία του ΔΝΤ και των Βρυξελλών, είναι εκείνο το οποίο βιώνει ελάχιστα έως καθόλου τις επιπτώσεις της κρίσης, αλλά αυτό το κοινό ούτως ή άλλως το είχαν δικό τους.
Για την Αριστερά τα έχουμε ξαναπεί, να μην τα ξαναλέμε. Δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Δεν έχει στόχους και αποκτά καθημερινά όλο και περισσότερο το ρόλο του παρατηρητή. Οι ηγέτες της σημερινής Αριστεράς είναι φανερό ότι φοβούνται την όποια δύναμη μπορεί να της παραχωρήσουν οι πολίτες. Δεν την αντέχει. Δεν ξέρει να τη διαχειριστεί. Τουλάχιστον διαθέτει αυτογνωσία.