Σημίτης κατα ΓΑΠ: «Πολιτικά μοιραίο λάθος» το μνημόνιο...

«Το Μνημόνιο συντάχθηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση», υποστηρίζει ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, χαρακτηρίζοντας τη δανειακή σύμβαση «πολιτικά μοιραίο λάθος». «Οι συντάκτες του Μνημονίου παρέλειψαν να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση», συμπληρώνει ο κ. Σημίτης.
Ο πρώην Πρωθυπουργός θα είναι ο κύριος ομιλητής σε συνέδριο που οργανώνουν στις 23 Ιανουαρίου το Ίδρυμα Heinrich Böll και το Freïe Universität του Βερολίνου. Ο τίτλος του συνεδρίου είναι «Η Ελλάδα σε κρίση. Προοπτικές στον ευρωπαϊκό δρόμο».
Ο πρώην Πρωθυπουργός θα αναφερθεί στην ομιλία του, με τίτλο «Ελλάδα, quo vadis;», στις ελληνικές παραμέτρους της κρίσης, τοποθετώντας τις μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και θα αναλύσει τα μείζονα πολιτικά ζητήματα που ανέκυψαν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας με την εφαρμογή της ΟΝΕ.
Θα αναφερθεί ιδιαίτερα στις αιτίες της κρίσης, στο ελληνικό Μνημόνιο, στις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 26_ 27ης Οκτωβρίου 2011, καθώς και στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η ομιλία εντοπίζει τη βαθύτερη πολιτική και οικονομική φιλοσοφία που επικράτησε στη σχέση των πιο ανεπτυγμένων με τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ.
Τα κυριότερα σημεία της έχουν ως ακολούθως:
«Η αλληλεγγύη είναι ένας όρος που δεν είναι αρεστός σε ορισμένες χώρες της Ένωσης. Θεωρούν ότι υποδηλώνει μια υποχρέωση συμπαράστασης προς άλλους που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Συνεπάγεται μια μονόπλευρη δέσμευση. Όμως τα πράγματα επιβάλλουν την αμοιβαία σύμπραξη και συμπαράσταση. Κατά την κυρίαρχη άποψη στην πρακτική της ΟΝΕ η επίλυση του προβλήματος των διαφορών επιπέδου ανταγωνιστικότητας Βορρά και Νότου απαιτεί κυρίως προώθηση αλλαγών στις αγορές εργασίας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτά δεν αρκούν. Χρειάζεται και στήριξη των οικονομιών του Νότου με επενδύσεις και διεύρυνση των εξαγωγών τους προς το Βορρά. Επιπρόσθετα είναι αναγκαίο να υπάρξει μια συνολική οικονομική πολιτική αντίληψη για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Μια οικονομική διακυβέρνηση, που δεν θα περιορίζεται όπως σήμερα μόνο σε τρέχοντα προβλήματα αλλά θα φροντίζει για την ισόρροπη κατανομή των ωφελειών της στην ΟΝΕ, είναι σε θέση να διαχειριστεί πολύ καλύτερα το ευρύτερο θέμα της ανάπτυξης».
«Η ΟΝΕ δεν είναι όμως μια παρέα προηγμένων χωρών που έχουν κοινά συμφέροντα αντίθετα προς εκείνα των χωρών που υστερούν. Είναι ένα εξελικτικό στάδιο της Ένωσης, ώστε να διευκολυνθεί η οικονομική συνεργασία των μελών της, να δημιουργηθούν σχέσεις οι οποίες θα ενδυναμώνουν την κοινή προσπάθεια ανάπτυξης, να επιτευχθεί βαθμιαία σύγκλιση των οικονομιών και καλύτερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχουν η κατάργηση των συνόρων και οι κοινές επιδιώξεις. Είναι κοινό σχέδιο προόδου. Οφείλει να εντάσσει λοιπόν στο σχεδιασμό τόσο τους πιο ισχυρούς με τις δυνατότητές τους όσο και τους πιο αδύνατους με τις αδυναμίες τους. Να λαμβάνει υπόψη του τις ανισότητες και να αποτιμά το γεγονός ότι οι αναπτυγμένες χώρες δεν επιβαρύνονται μόνο αλλά αποκομίζουν και σημαντικά κέρδη χάρη στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες τους και τις εξαγωγές τους».
Αναφορικά με την αντιμετώπιση της κρίσης υπογραμμίζει ότι «Η συμφωνία μεταξύ της ΟΝΕ και της Ελλάδας για την πολιτική, που οφείλει να εφαρμόσει η Ελλάδα, ώστε να της χορηγηθεί το σύνολο των δόσεων του συμφωνηθέντος δανείου, γνωστή ως Μνημόνιο, συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση. Οι συντάκτες του Μνημονίου παρέλειψαν να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ήταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση».
Ο Κ. Σημίτης υποστηρίζει ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στην ΕΕ, «χρειάζεται η διαμόρφωση ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του ανεπτυγμένου κεντρικού πυρήνα της ευρωζώνης και της λιγότερο ανεπτυγμένης περιφέρειάς της» και προβλέπει ότι «αν αυτό δεν συμβεί τότε θα υπάρξουν και στο μέλλον επαναλαμβανόμενες κρίσεις».
Τέλος, η πρότασή του είναι ότι η «έξοδος από την κρίση επιβάλλει “την φυγή προς τα εμπρός” δηλαδή στην κατεύθυνση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και μιας πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».
Συνομιλητής του πρώην πρωθυπουργού θα είναι ο Daniel Cohn Bendit, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Post a Comment

أحدث أقدم