του Κώστα Δουζίνα από την Εποχή
Πριν έναν περίπου χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2010, όταν οι ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ επέβαλλαν στην Ελλάδα τα πρώτα μέτρα λιτότητας, το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ήταν ότι χωρίς αυτά η κρίση θα εξαπλωνόταν στην Ευρώπη, απειλώντας το ευρώ. Σε ένα άρθρο μου στην εφημερίδα Guardian υποστήριζα τότε ότι ο κύριος κίνδυνος εξάπλωσης και «μόλυνσης» προερχόταν από την αναμενόμενη αντίσταση του ελληνικού λαού· μια μικρή γνώση της ελληνικής ιστορίας μας προετοίμαζε για το τι μπορούσε να ακολουθήσει.
Η αντίσταση σαρώνει σήμερα όλη την Ευρώπη: η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο κύμα διαδηλώσεων και διαμαρτυρίας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Οι ελληνικές κινητοποιήσεις ενθάρρυναν τους λαούς, οδηγώντας στην πρώτη πανευρωπαϊκή καμπάνια για τα κοινωνικά θέματα. Άκουσα το σύνθημα «Θα τα κάνουμε Αθήνα» στην Μπογκοτά της Κολομβίας και στο Λονδίνο. Οι άγγλοι φοιτητές που βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του Πανεπιστημίου, ακολούθησαν τις ελληνικές πρακτικές -αν και απέτυχαν να κάψουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Τραφάλγκαρ Σκουέρ. Η εξέγερση στην Αίγυπτο και το κίνημα των μεταναστών εδώ είναι κι αυτές έμμεση απάντηση στην παγκόσμια κρίση. Μπήκαμε πια στο τέλος της «νέας παγκόσμιας τάξης» που κηρύχθηκε το 1989.
Πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε το υπόδειγμα της αντίστασης; Ως Έλληνας του εξωτερικού, δεν συμμερίζομαι μια σχετική απογοήτευση που εκφράζεται χαμηλόφωνα αυτή τη στιγμή. Ένας ιρλανδός φίλος, μου έλεγε πρόσφατα: «Εσείς οι Έλληνες, είστε έτη φωτός μπροστά σε πολιτική ωριμότητα και ετοιμότητα δράσης». Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να εξετάσουμε πού βρισκόμαστε και να αναζητήσουμε ευθύνες. Και πιστεύω ότι τεράστιες ευθύνες έχουν οι «δημόσιοι διανοούμενοι», οι δημοσιογράφοι και η Αριστερά.
Η σιωπή των ελλήνων πνευματικών ποιμένων και ταγών, καθώς και των δημοσιογράφων που τους εκπροσωπούν είναι εκκωφαντική. Είναι οι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί που εξευρωπαΐστηκαν πλήρως και πηγαίνουν κάθε τόσο στις Βρυξέλλες ως ειδικοί επί της έρευνας και των χρηματοδοτήσεων. Είναι αυτοί που μας λένε «τι χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη;», αφού έχουμε Συνήγορο του Πολίτη και ανθρώπινα δικαιώματα –όχι βέβαια για τους μετανάστες και τους άνεργους. Αυτοί που υποστηρίζουν την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου και την διατήρηση των μεταναστών σε κατάσταση οιονεί δουλείας. Αυτοί που, έχοντας αντλήσει από το δημόσιο ταμείο για δεκαετίες, λένε τώρα στους συνταξιούχους και τους άνεργους ότι χρειάζεται στρατιωτική πειθαρχία, γιατί οι θυσίες τους είναι για το καλό της πατρίδας. Αυτοί που διοίκησαν τη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι οι οργανικοί διανοούμενοι ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος και της συμβολικής του τάξης που καταρρέει μπρος στα μάτια μας. Προπαγανδιστές της ηθικής και του νόμου, μπερδεύουν την ιδιωτική τους εξουσία με τη δημόσια αρετή.
Με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης
Η ψυχανάλυση κάνει τη διάκριση μεταξύ του ideal ego (ιδεώδους εγώ) και του ego ideal (του ιδεατού εγώ). Το πρώτο οργανώνει φαντασιακά το εγώ μέσα από την ναρκισσιστική προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: βλέπω τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο. Το δεύτερο είναι πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αποδεκτός και αντικείμενο επιθυμίας, βλέπω τον εαυτό μου από τη σκοπιά του άλλου, προσπαθώντας να γίνω ή να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε ότι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι. Οι Ευρωπαίοι, ωστόσο, μας είπαν χωρίς ενδοιασμούς διεφθαρμένους, ψεύτες, πάτρωνες. Το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της «εκσυγχρονιστικής περιόδου» κατέρρευσε, και η εναλλακτική πρόταση υπόσχεται μεγαλύτερη δόση νέο-φιλελευθερισμού κατά την αρχή της Μέι Γουέστ «δεν έχεις ποτέ αρκετό από κάτι καλό». H ψυχανάλυση πάλι βοηθά στην κατανόηση της αντίδρασης των προπαγανδιστών της νέας τάξης. Τη στιγμή της αξιακής και συμβολικής απαξίωσης αυτών που διοίκησαν την Ελλάδα στη μεταπολίτευση, έχουν περάσει σε αντεπίθεση που θυμίζει ελαφρά ταξιαρχία: η καταγγελία της βίας και ανομίας αναπληρώνει φετιχιστικά και μονότονα την έλλειψη επιχειρημάτων· η παντελής απουσία διαφορετικής σκέψης έχει αντικατασταθεί με επιθέσεις σ’ αυτούς που έχουν κάποιες απαντήσεις, πρόσφατα με τις μάλλον αστείες επιθέσεις στον Σλ. Ζίζεκ και στους υποστηριχτές των απεργών πείνας. «Λίγη προσπάθεια ακόμη, πατριώτες», μας λένε, «και θα γίνουμε τελικά πλήρως Ευρωπαίοι», θυμίζοντας τον θρυλικό Μαρκήσιο ντε Σαντ.
Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον Τζόναθαν Σουίφτ, με μια «ταπεινή πρόταση» (a modest proposal). Για τον συγγραφέα των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ», αν οι φτωχοί Ιρλανδοί έτρωγαν τα παιδιά τους, τότε τα δυο βασικά προβλήματα της Ιρλανδίας, η πείνα και η υπεργεννητικότητα θα αντιμετωπίζονταν. Ας προτείνουμε, λοιπόν, κι εμείς, οι φτωχοί Έλληνες να ακολουθήσουν τη λογική του δακτυλίου: όσων το όνομα αρχίζει από Α έως Μ θα τρώνε τις μέρες με μονές ημερομηνίες, οι άλλοι με ζυγές. Έτσι, παρά τις συνεχείς μειώσεις μισθών, όλοι θα έχουν αρκετό φαγητό και θα αντιμετωπισθεί και το πρόβλημα της παχυσαρκίας. Ταυτόχρονα, οι διακεκριμένοι μας διανοούμενοι θα μετακομίσουν σ’ ένα έρημο νησί και θα εγκαταστήσουν μια εκσυγχρονισμένη δημοκρατία που θα διοικείται από τις Βρυξέλλες και θα έχει ιδιωτικά πανεπιστήμια με πλήρη αξιολόγηση. Εκεί οι φοιτητές θα μαθαίνουν υποχρεωτικά τη δεύτερη κριτική του Καντ, τον τρίτο δρόμο του Γκίντενς και τις τέσσερις αρχές του συνταγματικού πατριωτισμού κατά Χάμπερμας.
Πριν έναν περίπου χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2010, όταν οι ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ επέβαλλαν στην Ελλάδα τα πρώτα μέτρα λιτότητας, το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ήταν ότι χωρίς αυτά η κρίση θα εξαπλωνόταν στην Ευρώπη, απειλώντας το ευρώ. Σε ένα άρθρο μου στην εφημερίδα Guardian υποστήριζα τότε ότι ο κύριος κίνδυνος εξάπλωσης και «μόλυνσης» προερχόταν από την αναμενόμενη αντίσταση του ελληνικού λαού· μια μικρή γνώση της ελληνικής ιστορίας μας προετοίμαζε για το τι μπορούσε να ακολουθήσει.
Η αντίσταση σαρώνει σήμερα όλη την Ευρώπη: η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο κύμα διαδηλώσεων και διαμαρτυρίας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Οι ελληνικές κινητοποιήσεις ενθάρρυναν τους λαούς, οδηγώντας στην πρώτη πανευρωπαϊκή καμπάνια για τα κοινωνικά θέματα. Άκουσα το σύνθημα «Θα τα κάνουμε Αθήνα» στην Μπογκοτά της Κολομβίας και στο Λονδίνο. Οι άγγλοι φοιτητές που βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του Πανεπιστημίου, ακολούθησαν τις ελληνικές πρακτικές -αν και απέτυχαν να κάψουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Τραφάλγκαρ Σκουέρ. Η εξέγερση στην Αίγυπτο και το κίνημα των μεταναστών εδώ είναι κι αυτές έμμεση απάντηση στην παγκόσμια κρίση. Μπήκαμε πια στο τέλος της «νέας παγκόσμιας τάξης» που κηρύχθηκε το 1989.
Πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε το υπόδειγμα της αντίστασης; Ως Έλληνας του εξωτερικού, δεν συμμερίζομαι μια σχετική απογοήτευση που εκφράζεται χαμηλόφωνα αυτή τη στιγμή. Ένας ιρλανδός φίλος, μου έλεγε πρόσφατα: «Εσείς οι Έλληνες, είστε έτη φωτός μπροστά σε πολιτική ωριμότητα και ετοιμότητα δράσης». Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να εξετάσουμε πού βρισκόμαστε και να αναζητήσουμε ευθύνες. Και πιστεύω ότι τεράστιες ευθύνες έχουν οι «δημόσιοι διανοούμενοι», οι δημοσιογράφοι και η Αριστερά.
Η σιωπή των ελλήνων πνευματικών ποιμένων και ταγών, καθώς και των δημοσιογράφων που τους εκπροσωπούν είναι εκκωφαντική. Είναι οι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί που εξευρωπαΐστηκαν πλήρως και πηγαίνουν κάθε τόσο στις Βρυξέλλες ως ειδικοί επί της έρευνας και των χρηματοδοτήσεων. Είναι αυτοί που μας λένε «τι χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη;», αφού έχουμε Συνήγορο του Πολίτη και ανθρώπινα δικαιώματα –όχι βέβαια για τους μετανάστες και τους άνεργους. Αυτοί που υποστηρίζουν την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου και την διατήρηση των μεταναστών σε κατάσταση οιονεί δουλείας. Αυτοί που, έχοντας αντλήσει από το δημόσιο ταμείο για δεκαετίες, λένε τώρα στους συνταξιούχους και τους άνεργους ότι χρειάζεται στρατιωτική πειθαρχία, γιατί οι θυσίες τους είναι για το καλό της πατρίδας. Αυτοί που διοίκησαν τη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι οι οργανικοί διανοούμενοι ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος και της συμβολικής του τάξης που καταρρέει μπρος στα μάτια μας. Προπαγανδιστές της ηθικής και του νόμου, μπερδεύουν την ιδιωτική τους εξουσία με τη δημόσια αρετή.
Με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης
Η ψυχανάλυση κάνει τη διάκριση μεταξύ του ideal ego (ιδεώδους εγώ) και του ego ideal (του ιδεατού εγώ). Το πρώτο οργανώνει φαντασιακά το εγώ μέσα από την ναρκισσιστική προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: βλέπω τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο. Το δεύτερο είναι πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αποδεκτός και αντικείμενο επιθυμίας, βλέπω τον εαυτό μου από τη σκοπιά του άλλου, προσπαθώντας να γίνω ή να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε ότι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι. Οι Ευρωπαίοι, ωστόσο, μας είπαν χωρίς ενδοιασμούς διεφθαρμένους, ψεύτες, πάτρωνες. Το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της «εκσυγχρονιστικής περιόδου» κατέρρευσε, και η εναλλακτική πρόταση υπόσχεται μεγαλύτερη δόση νέο-φιλελευθερισμού κατά την αρχή της Μέι Γουέστ «δεν έχεις ποτέ αρκετό από κάτι καλό». H ψυχανάλυση πάλι βοηθά στην κατανόηση της αντίδρασης των προπαγανδιστών της νέας τάξης. Τη στιγμή της αξιακής και συμβολικής απαξίωσης αυτών που διοίκησαν την Ελλάδα στη μεταπολίτευση, έχουν περάσει σε αντεπίθεση που θυμίζει ελαφρά ταξιαρχία: η καταγγελία της βίας και ανομίας αναπληρώνει φετιχιστικά και μονότονα την έλλειψη επιχειρημάτων· η παντελής απουσία διαφορετικής σκέψης έχει αντικατασταθεί με επιθέσεις σ’ αυτούς που έχουν κάποιες απαντήσεις, πρόσφατα με τις μάλλον αστείες επιθέσεις στον Σλ. Ζίζεκ και στους υποστηριχτές των απεργών πείνας. «Λίγη προσπάθεια ακόμη, πατριώτες», μας λένε, «και θα γίνουμε τελικά πλήρως Ευρωπαίοι», θυμίζοντας τον θρυλικό Μαρκήσιο ντε Σαντ.
Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον Τζόναθαν Σουίφτ, με μια «ταπεινή πρόταση» (a modest proposal). Για τον συγγραφέα των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ», αν οι φτωχοί Ιρλανδοί έτρωγαν τα παιδιά τους, τότε τα δυο βασικά προβλήματα της Ιρλανδίας, η πείνα και η υπεργεννητικότητα θα αντιμετωπίζονταν. Ας προτείνουμε, λοιπόν, κι εμείς, οι φτωχοί Έλληνες να ακολουθήσουν τη λογική του δακτυλίου: όσων το όνομα αρχίζει από Α έως Μ θα τρώνε τις μέρες με μονές ημερομηνίες, οι άλλοι με ζυγές. Έτσι, παρά τις συνεχείς μειώσεις μισθών, όλοι θα έχουν αρκετό φαγητό και θα αντιμετωπισθεί και το πρόβλημα της παχυσαρκίας. Ταυτόχρονα, οι διακεκριμένοι μας διανοούμενοι θα μετακομίσουν σ’ ένα έρημο νησί και θα εγκαταστήσουν μια εκσυγχρονισμένη δημοκρατία που θα διοικείται από τις Βρυξέλλες και θα έχει ιδιωτικά πανεπιστήμια με πλήρη αξιολόγηση. Εκεί οι φοιτητές θα μαθαίνουν υποχρεωτικά τη δεύτερη κριτική του Καντ, τον τρίτο δρόμο του Γκίντενς και τις τέσσερις αρχές του συνταγματικού πατριωτισμού κατά Χάμπερμας.