Δυστυχώς, το κυβερνών κόμμα επιλέγει να επιβεβαιώνει το "σοσιαλιστικό" της ονομασίας του σε μια περίοδο, κατά την οποία έχει ήδη αποδειχθεί ως ολέθρια η κρατούσα κρατικιστική λογική. Το ότι η κυβέρνηση αναγκάζεται να κυνηγάει επενδύσεις με το ντουφέκι και να πανηγυρίζει με την επίτευξη μιας συμφωνίας, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι η χώρα μας δεν είναι ελκυστική για επενδύσεις. Και αντί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, που είναι αρκετά, αποφασίζει ότι πρέπει να ασκήσει ακόμη περισσότερο έλεγχο στην οικονομία, κάνοντας ό,τι χρειάζεται, για ν' αυξήσει τη συμμετοχή του στην Εθνική Τράπεζα. Με μεγάλη ανησυχία διαβάσαμε, στο σχόλιο του Μπάμπη Παπαδημητρίου στην "Καθημερινή", ότι ο ΟΑΕΕ, με τις τεράστιες ταμειακές ανάγκες και την αδυναμία, κατά καιρούς, να καταβάλλει τις συντάξεις του, προτίθεται να συμμετάσχει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής. Από την κίνηση αυτή είναι έκδηλες κάποιες από τις στρεβλώσεις που συνεπάγεται η κρατική συμμετοχή στην οικονομία, ειδικά στην παρούσα συγκυρία για την Ελλάδα, κάποιες από τις οποίες αναδεικνύει το ίδιο το σχολιο.
Κατ' αρχήν η ίδια η ανάγκη για διατήρηση οικονομικής εξουσίας, οικονομικού ελέγχου σ' ένα μεγάλο πιστωτικό ίδρυμα, οδηγεί την κυβέρνηση σε αποφάσεις, τις οποίες κανένας λογικός διαχειριστής δεν θα ελάμβανε. Ο ΟΑΕΕ και τα άλλα ασφαλιστικά ταμεία είναι καταχρεωμένα και, ενώ έχουν υποχρέωση κάθε μήνα να καταβάλλουν συντάξεις, φροντίζουν τα όποια αποθεματικά τους να τα επενδύουν και άρα να μην τα έχουν διαθέσιμα για την καταβολή των συντάξεων. Φυσικά, αυτό το κάνουν γνωρίζοντας ότι το κράτος θα έλθει και θα τους καλύψει τα ελλείμματα - ανεύθυνη διαχείριση στις πλάτες των φορολογουμένων. Ενδεχομένως να μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια κίνηση, εάν αποσκοπούσε σε κάποιο σημαντικό μέρισμα που θα απέδιδαν οι μετοχές αυτές στο μέλλον, το οποίο θα οδηγούσε σε αύξηση των πόρων του ταμείου. Κάτι τέτοιο, φυσικά, είναι παράλογο στην παρούσα συγκυρία, όπου η ανάγκη για ρευστότητα είναι τεράστια και τα οφέλη θα ήσαν, το πολύ-πολύ, μακροπρόθεσμα.
Επίσης, κάποιος επενδυτής μπορεί να προχωρούσε σε μια τέτοια κίνηση, προσδοκώντας ότι η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής, την οποία αγοράζει σε ελκυστική τιμή, θα ανεβεί σύντομα και θα μπορέσει να την μεταπωλήσει με σημαντικό κέρδος. Πρόκειται για μια κίνηση, την οποία κάποιος που διαχειρίζεται τα δικά του χρήματα θα μπορούσε να αναλάβει, ειδικά μάλιστα αν διαθέτει ρευστότητα, ώστε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να αργήσει η αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής χωρίς να χρειάζεται να προχωρήσει νωρίτερα σε πωλήσεις, προκειμένου να καλύψει άμεσες ανάγκες που έχει (δεν συζητάμε και για την οικονομική δυνατότητα να απορροφήσει τυχόν διάψευση της προσδοκίας του και αποτυχία της επένδυσης). Ότι ο ΟΑΕΕ δεν έχει ρευστότητα είναι προφανές και ότι το ρίσκο, για το λόγο αυτό, είναι τεράστιο, προκύπτει - και γίνεται, μάλιστα, με χρήματα των ασφαλισμένων.
Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, πρόκειται για μια κίνηση, την οποία ένας συνετός επενδυτής (εφ' όσον η οικονομική κατάστασή του ήταν παρόμοια με αυτήν του ΟΑΕΕ) δεν θα έκανε. Η κυβέρνηση, όμως, δέσμια των σοσιαλιστικών ιδεοληψιών της, όπως επισημαίνεται και στο σχόλιο του Μπάμπη Παπαδημητρίου, έχει καταστήσει σαφές ότι την ενδιαφέρει ένας ισχυρός κρατικός τραπεζικός πυλώνας. Ρισκάρει την οικονομική βιωσιμότητα του δεύτερου μεγαλύτερου ασφαλιστικού ταμείου της χώρας, για να μπορέσει να επιδιώξει τους ευγενείς, όπως θεωρεί, στόχους.
Φυσικά, πρόκειται για ένα ακόμη παράδειγμα των καταστροφικών αποτελεσμάτων που επιφέρει το κράτος, όταν επιχειρεί να δράσει ως επιχειρηματίας - γιατί, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται ποτέ να δράσει ως επιχειρηματίας, αλλά να εκμεταλλευθεί την ισχύ του (τη δυνατότητα να τρέχει απεριόριστα ελλείμματα, μέχρι πρότινος, και τη δυνατότητα να επιβάλλει σε πολλές περιπτώσεις τη βούλησή του νομοθετικά) και όχι το καλύτερο επίπεδο προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχει (με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι επιλογές του καταναλωτή, άρα επ' ωφελεία του), προκειμένου να έχει κερδοφορία. Και, βέβαια, το κράτος, διά της εισβολής του στην αγορά, παρέχει σε όσους συγκροτούν την κρατική γραφειοκρατία πολλές ευκαιρίες για περαιτέρω αύξηση της επιρροής τους - διορισμούς, χαριστικές πράξεις, ανάθεση προμηθειών κ.λπ. Κυρίως παρέχει την ευχέρεια για διαχείριση χρήματος που είναι, κατ' ουσίαν, δημόσιο, χωρίς όμως τους περιορισμούς που επιβάλλει το Δημόσιο Λογιστικό και άλλες νομοθετικές διατάξες.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις για το δημόσιο συμφέρον, από την άλλη, είναι εμφανείς. Ήδη στο παράδειγμα του ΟΑΕΕ φαίνεται ότι τα αποθεματικά του κινδυνεύουν να μειωθούν σοβαρά. Είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο ο ΟΑΕΕ να μην μπορεί να καταβάλει συντάξεις, η κρατική επιχορήγηση να έχει φθάσει στα όρια που επιτρέπει το Μνημόνιο και να μην μπορεί να αυξηθεί, κι έτσι ο ΟΑΕΕ να υποχρεωθεί να πωλήσει βιαστικά και μαζικά μετοχές που απέκτησε από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σε τιμή, όπως είναι φυσικό, χαμηλότερη της τιμής που κατέβαλε για την αγορά τους.
Αλλά και ευρύτερα, όπως επισημαίνεται στο σχόλιο, η συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου από τον ΟΑΕΕ συνιστά αντίστοιχο αποκλεισμό ιδιωτών επενδυτών (και δη ξένων), οι οποίοι θα μπορούσαν, κατ' αυτόν τον τρόπο, να εισαγάγουν κεφάλαια στη χώρα μας. Δηλαδή με μια κίνηση το κράτος αυξάνει τα ελλείμματα ενός ήδη προβληματικού ασφαλιστικού ταμείου και εμποδίζει την είσοδο ξένων κεφαλαίων - και αυτά εν ονόματι της διατηρήσεως ενός ισχυρού κρατικού τραπεζικού πυλώνα!
Κατ' αρχήν η ίδια η ανάγκη για διατήρηση οικονομικής εξουσίας, οικονομικού ελέγχου σ' ένα μεγάλο πιστωτικό ίδρυμα, οδηγεί την κυβέρνηση σε αποφάσεις, τις οποίες κανένας λογικός διαχειριστής δεν θα ελάμβανε. Ο ΟΑΕΕ και τα άλλα ασφαλιστικά ταμεία είναι καταχρεωμένα και, ενώ έχουν υποχρέωση κάθε μήνα να καταβάλλουν συντάξεις, φροντίζουν τα όποια αποθεματικά τους να τα επενδύουν και άρα να μην τα έχουν διαθέσιμα για την καταβολή των συντάξεων. Φυσικά, αυτό το κάνουν γνωρίζοντας ότι το κράτος θα έλθει και θα τους καλύψει τα ελλείμματα - ανεύθυνη διαχείριση στις πλάτες των φορολογουμένων. Ενδεχομένως να μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια κίνηση, εάν αποσκοπούσε σε κάποιο σημαντικό μέρισμα που θα απέδιδαν οι μετοχές αυτές στο μέλλον, το οποίο θα οδηγούσε σε αύξηση των πόρων του ταμείου. Κάτι τέτοιο, φυσικά, είναι παράλογο στην παρούσα συγκυρία, όπου η ανάγκη για ρευστότητα είναι τεράστια και τα οφέλη θα ήσαν, το πολύ-πολύ, μακροπρόθεσμα.
Επίσης, κάποιος επενδυτής μπορεί να προχωρούσε σε μια τέτοια κίνηση, προσδοκώντας ότι η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής, την οποία αγοράζει σε ελκυστική τιμή, θα ανεβεί σύντομα και θα μπορέσει να την μεταπωλήσει με σημαντικό κέρδος. Πρόκειται για μια κίνηση, την οποία κάποιος που διαχειρίζεται τα δικά του χρήματα θα μπορούσε να αναλάβει, ειδικά μάλιστα αν διαθέτει ρευστότητα, ώστε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να αργήσει η αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής χωρίς να χρειάζεται να προχωρήσει νωρίτερα σε πωλήσεις, προκειμένου να καλύψει άμεσες ανάγκες που έχει (δεν συζητάμε και για την οικονομική δυνατότητα να απορροφήσει τυχόν διάψευση της προσδοκίας του και αποτυχία της επένδυσης). Ότι ο ΟΑΕΕ δεν έχει ρευστότητα είναι προφανές και ότι το ρίσκο, για το λόγο αυτό, είναι τεράστιο, προκύπτει - και γίνεται, μάλιστα, με χρήματα των ασφαλισμένων.
Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, πρόκειται για μια κίνηση, την οποία ένας συνετός επενδυτής (εφ' όσον η οικονομική κατάστασή του ήταν παρόμοια με αυτήν του ΟΑΕΕ) δεν θα έκανε. Η κυβέρνηση, όμως, δέσμια των σοσιαλιστικών ιδεοληψιών της, όπως επισημαίνεται και στο σχόλιο του Μπάμπη Παπαδημητρίου, έχει καταστήσει σαφές ότι την ενδιαφέρει ένας ισχυρός κρατικός τραπεζικός πυλώνας. Ρισκάρει την οικονομική βιωσιμότητα του δεύτερου μεγαλύτερου ασφαλιστικού ταμείου της χώρας, για να μπορέσει να επιδιώξει τους ευγενείς, όπως θεωρεί, στόχους.
Φυσικά, πρόκειται για ένα ακόμη παράδειγμα των καταστροφικών αποτελεσμάτων που επιφέρει το κράτος, όταν επιχειρεί να δράσει ως επιχειρηματίας - γιατί, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται ποτέ να δράσει ως επιχειρηματίας, αλλά να εκμεταλλευθεί την ισχύ του (τη δυνατότητα να τρέχει απεριόριστα ελλείμματα, μέχρι πρότινος, και τη δυνατότητα να επιβάλλει σε πολλές περιπτώσεις τη βούλησή του νομοθετικά) και όχι το καλύτερο επίπεδο προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχει (με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι επιλογές του καταναλωτή, άρα επ' ωφελεία του), προκειμένου να έχει κερδοφορία. Και, βέβαια, το κράτος, διά της εισβολής του στην αγορά, παρέχει σε όσους συγκροτούν την κρατική γραφειοκρατία πολλές ευκαιρίες για περαιτέρω αύξηση της επιρροής τους - διορισμούς, χαριστικές πράξεις, ανάθεση προμηθειών κ.λπ. Κυρίως παρέχει την ευχέρεια για διαχείριση χρήματος που είναι, κατ' ουσίαν, δημόσιο, χωρίς όμως τους περιορισμούς που επιβάλλει το Δημόσιο Λογιστικό και άλλες νομοθετικές διατάξες.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις για το δημόσιο συμφέρον, από την άλλη, είναι εμφανείς. Ήδη στο παράδειγμα του ΟΑΕΕ φαίνεται ότι τα αποθεματικά του κινδυνεύουν να μειωθούν σοβαρά. Είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο ο ΟΑΕΕ να μην μπορεί να καταβάλει συντάξεις, η κρατική επιχορήγηση να έχει φθάσει στα όρια που επιτρέπει το Μνημόνιο και να μην μπορεί να αυξηθεί, κι έτσι ο ΟΑΕΕ να υποχρεωθεί να πωλήσει βιαστικά και μαζικά μετοχές που απέκτησε από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σε τιμή, όπως είναι φυσικό, χαμηλότερη της τιμής που κατέβαλε για την αγορά τους.
Αλλά και ευρύτερα, όπως επισημαίνεται στο σχόλιο, η συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου από τον ΟΑΕΕ συνιστά αντίστοιχο αποκλεισμό ιδιωτών επενδυτών (και δη ξένων), οι οποίοι θα μπορούσαν, κατ' αυτόν τον τρόπο, να εισαγάγουν κεφάλαια στη χώρα μας. Δηλαδή με μια κίνηση το κράτος αυξάνει τα ελλείμματα ενός ήδη προβληματικού ασφαλιστικού ταμείου και εμποδίζει την είσοδο ξένων κεφαλαίων - και αυτά εν ονόματι της διατηρήσεως ενός ισχυρού κρατικού τραπεζικού πυλώνα!