Η πιο κοντινή αλλά και σημαντικά αισιόδοξη, ταυτόχρονα όμως και ουτοπική, ημερομηνία ένταξης της Τουρκίας είναι η 1.1.2013, όταν θα υπάρξει και σε ισχύ το νέο πλάνο οικονομικού προϋπολογισμού για την Ε.Ε. για την περίοδο 2013-2019.
Θα αναφερθούμε στο σημερινό μας άρθρο στην ιδιάζουσα περίπτωση της Τουρκίας αναφέροντας τα εξής: Η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει μεγάλο βάθος στην ιστορία, από τη στιγμή που η συμφωνία σύνδεσης Τουρκίας και Ε.Ε. υπογράφηκε μόλις στις 12.9.1963 και τέθηκε σε ισχύ στις 1.12.1964. Αρκετά αργότερα, στις 14 Απριλίου του 1987, η Τουρκία υπέβαλε επίσημη αίτηση για προσπάθεια απόκτησης της ιδιότητας του πλήρους μέλους της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).
Η αίτηση απορρίφθηκε αρχικώς το Δεκέμβριο του 1989 αλλά και δευτερευόντως το 1997, παρόλο που προηγήθηκε το θετικό βήμα της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την Ε.Ε. το 1995. Το ευρωπαϊκό συμβούλιο του Ελσίνκι στις 10-11 Δεκεμβρίου 1999 σηματοδότησε μια νέα αρχή για την Τουρκία, από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε η Τουρκία σαν ένα ισότιμο ως προς τα άλλα υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε μέλη. Το δεδομένο αυτό αποτέλεσε το επίσημο άνοιγμα της Ε.Ε. σε μία χώρα με διαφορετικά πολιτιστικά, πολιτισμικά αλλά και θρησκευτικά στοιχεία από αυτά των μελών της Ε.Ε. Η Τουρκία με δεδομένο ότι απείχε σημαντικά από το να ικανοποιήσει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και τα 31 κεφάλαια (σήμερα είναι πλέον 35 κεφάλαια) του ευρωπαϊκού κεκτημένου ήταν φυσιολογικό να μην ενσωματωθεί στην Ε.Ε. τον Μάιο του 2004. Το Δεκέμβριο του 2004 (16.12.2004) οι ηγέτες των χωρών - μελών της Ε.Ε., με εξαίρεση μόνο την Αυστρία (η οποία δεν επιθυμούσε να δοθεί ιδιότητα υποψηφίου πλήρους μέλους της Ε.Ε. για την Τουρκία), πρόσφεραν ημερομηνία έναρξης ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία. Αυτή η ημερομηνία ήταν η 3η Οκτωβρίου 2005, ημερομηνία που ξεκίνησαν επισήμως οι ενταξιακές συνομιλίες μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας.
Έτσι δόθηκε η δυνατότητα στην Τουρκία να ξεκινήσει επισήμως την ενταξιακή της πορεία, χωρίς όμως να της δοθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία ένταξης.
Επόμενος σταθμός για την Τουρκία ήταν η 11η Νοεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία οι υπουργοί Εξωτερικών των κρατών-μελών της Ε.Ε. επικύρωσαν το πάγωμα οκτώ από τα τριάντα πέντε κεφάλαια του ευρωπαϊκού κεκτημένου για την περίπτωση της Τουρκίας (κεφ. 1 ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων, κεφ. 3 ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κεφ. 9 χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, κεφ. 11 γεωργία και αγροτική ανάπτυξη, κεφ. 13 αλιεία, κεφ. 14 πολιτική μεταφορών, κεφ. 29 τελωνειακή ένωση, και κεφ. 30 εξωτερικές σχέσεις). Όλα αυτά συνέβησαν επειδή η Τουρκία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις της έναντι των υπολοίπων μελών της Ε.Ε. και πιο συγκεκριμένα έναντι της Κύπρου, από τη στιγμή που η Τουρκία αρνείτο να ανοίξει όλα τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στους Κύπριους. Γενικότερα υπάρχει έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. από τη στιγμή που είναι μία χώρα με 70 και πλέον εκατ. κατοίκους (με τάσεις μεγέθυνσης του πληθυσμού της, όταν στην Ε.Ε. υπάρχει δημογραφικό πρόβλημα), με πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, χαμηλό επίπεδο ζωής (περίπου στο ¼ του μέσου Ευρωπαίου) και μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ταυτόχρονα υπάρχουν φωνές οι οποίες ομιλούν για μία χώρα η οποία πολιτισμικά και γεωγραφικά δεν ανήκει στην Ε.Ε., μία χώρα που δεν αναγνωρίζει δικαιώματα στη μειοψηφία των 15 περίπου εκατ. Κούρδων, η οποία επικροτεί εθνικές και θρησκευτικές διακρίσεις, και αποτελεί μια μουσουλμανική χώρα (η οποία με την ένταξή της θα αυξήσει το ποσοστό των μουσουλμάνων στην Ε.Ε. από 3% σε 20%), ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται ισχυρό το στρατιωτικό καθεστώς και το εθνικιστικό στοιχείο (ισλαμιστές - φονταμενταλιστές), αποτελώντας τέλος μία χώρα η οποία συνορεύει με κράτη στα οποία επικρατεί αστάθεια σε όλα τα επίπεδα (Ιράκ, Ιράν και Συρία).
Το πιο σημαντικό ίσως που κάνει διστακτικούς τους Ευρωπαίους ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι το οικονομικό κόστος που απορρέει από την προσδοκώμενη οικονομική βοήθεια που θα απευθυνθεί προς την Τουρκία μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης. Στο πλαίσιο αυτό υπολογίζονται ότι η Τουρκία θα απορροφά ανά τριετία κονδύλια αντίστοιχα του ποσού που λαμβάνουν οι δέκα νέες χώρες που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. τον Μάιο του 2004, οικονομική βοήθεια η οποία θα κυμαίνεται μεταξύ 36,7 - 45,1 δισ. ευρώ (περίπου 15 δισ. ευρώ ετησίως ή αλλιώς περίπου το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού οικονομικής βοήθειας της Ε.Ε. (27)). Πολύ θετικοί ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι οι ΗΠΑ (επειδή πιστεύουν ότι θα επέλθει μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα σε όλη την ευρύτερη περιοχή, καθώς και ότι η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ και σύμμαχος των ΗΠΑ θα ευνοούταν οικονομικά, εμπορικά, πολιτικά και κοινωνικά με ενδεχόμενη ένταξή της στην Ε.Ε., επομένως θα ευνοούταν ένας δικό τους σύμμαχος) και το Ηνωμένο Βασίλειο (κυρίως για λόγους ενιαίας πολιτικής με την Αμερική). Από την άλλη πλευρά αρνητικοί είναι η Αυστρία (κυρίως λόγω ιστορικών στοιχείων, βλέπε Αυστροουγγρική αυτοκρατορία ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία - ταυτόχρονα η Αυστρία ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για τη περίπτωση της Τουρκίας), η Γερμανία (υπάρχουν φόβοι για κύμα μουσουλμάνων μεταναστών, επίσης πληθυσμιακά η Τουρκία θα έχει τον δεύτερο ή ακόμη και τον πρώτο μεγαλύτερο αριθμό αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον η Τουρκία, όταν ενταχθεί στην Ε.Ε., θα είναι πληθυσμιακά η μεγαλύτερη στην Ε.Ε. χώρα), η Γαλλία (υπάρχουν οι ίδιοι φόβοι για κύμα μουσουλμάνων μεταναστών, ενώ επιπλέον η Γαλλία δείχνει έντονο προβληματισμό στην άρνηση από πλευράς Τούρκων της αναγνώρισης της γενοκτονίας άνω του 1 εκατ. Αρμενίων μεταξύ 1915-1923, ο δε Σαρκοζί μπλοκάρισε το κεφάλαιο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση τον Ιούνιο του 2007), η Ολλανδία και η Ισπανία.
Του Αριστείδη Π. Μπιτζένη*
* O Αριστείδης Π. Μπιτζένης είναι επίκουρος καθηγητής (μέλος ΔΕΠ) στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών
makthes
Θα αναφερθούμε στο σημερινό μας άρθρο στην ιδιάζουσα περίπτωση της Τουρκίας αναφέροντας τα εξής: Η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει μεγάλο βάθος στην ιστορία, από τη στιγμή που η συμφωνία σύνδεσης Τουρκίας και Ε.Ε. υπογράφηκε μόλις στις 12.9.1963 και τέθηκε σε ισχύ στις 1.12.1964. Αρκετά αργότερα, στις 14 Απριλίου του 1987, η Τουρκία υπέβαλε επίσημη αίτηση για προσπάθεια απόκτησης της ιδιότητας του πλήρους μέλους της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).
Η αίτηση απορρίφθηκε αρχικώς το Δεκέμβριο του 1989 αλλά και δευτερευόντως το 1997, παρόλο που προηγήθηκε το θετικό βήμα της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την Ε.Ε. το 1995. Το ευρωπαϊκό συμβούλιο του Ελσίνκι στις 10-11 Δεκεμβρίου 1999 σηματοδότησε μια νέα αρχή για την Τουρκία, από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε η Τουρκία σαν ένα ισότιμο ως προς τα άλλα υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε μέλη. Το δεδομένο αυτό αποτέλεσε το επίσημο άνοιγμα της Ε.Ε. σε μία χώρα με διαφορετικά πολιτιστικά, πολιτισμικά αλλά και θρησκευτικά στοιχεία από αυτά των μελών της Ε.Ε. Η Τουρκία με δεδομένο ότι απείχε σημαντικά από το να ικανοποιήσει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και τα 31 κεφάλαια (σήμερα είναι πλέον 35 κεφάλαια) του ευρωπαϊκού κεκτημένου ήταν φυσιολογικό να μην ενσωματωθεί στην Ε.Ε. τον Μάιο του 2004. Το Δεκέμβριο του 2004 (16.12.2004) οι ηγέτες των χωρών - μελών της Ε.Ε., με εξαίρεση μόνο την Αυστρία (η οποία δεν επιθυμούσε να δοθεί ιδιότητα υποψηφίου πλήρους μέλους της Ε.Ε. για την Τουρκία), πρόσφεραν ημερομηνία έναρξης ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία. Αυτή η ημερομηνία ήταν η 3η Οκτωβρίου 2005, ημερομηνία που ξεκίνησαν επισήμως οι ενταξιακές συνομιλίες μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας.
Έτσι δόθηκε η δυνατότητα στην Τουρκία να ξεκινήσει επισήμως την ενταξιακή της πορεία, χωρίς όμως να της δοθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία ένταξης.
Επόμενος σταθμός για την Τουρκία ήταν η 11η Νοεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία οι υπουργοί Εξωτερικών των κρατών-μελών της Ε.Ε. επικύρωσαν το πάγωμα οκτώ από τα τριάντα πέντε κεφάλαια του ευρωπαϊκού κεκτημένου για την περίπτωση της Τουρκίας (κεφ. 1 ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων, κεφ. 3 ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κεφ. 9 χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, κεφ. 11 γεωργία και αγροτική ανάπτυξη, κεφ. 13 αλιεία, κεφ. 14 πολιτική μεταφορών, κεφ. 29 τελωνειακή ένωση, και κεφ. 30 εξωτερικές σχέσεις). Όλα αυτά συνέβησαν επειδή η Τουρκία αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις της έναντι των υπολοίπων μελών της Ε.Ε. και πιο συγκεκριμένα έναντι της Κύπρου, από τη στιγμή που η Τουρκία αρνείτο να ανοίξει όλα τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στους Κύπριους. Γενικότερα υπάρχει έντονος σκεπτικισμός όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. από τη στιγμή που είναι μία χώρα με 70 και πλέον εκατ. κατοίκους (με τάσεις μεγέθυνσης του πληθυσμού της, όταν στην Ε.Ε. υπάρχει δημογραφικό πρόβλημα), με πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, χαμηλό επίπεδο ζωής (περίπου στο ¼ του μέσου Ευρωπαίου) και μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ταυτόχρονα υπάρχουν φωνές οι οποίες ομιλούν για μία χώρα η οποία πολιτισμικά και γεωγραφικά δεν ανήκει στην Ε.Ε., μία χώρα που δεν αναγνωρίζει δικαιώματα στη μειοψηφία των 15 περίπου εκατ. Κούρδων, η οποία επικροτεί εθνικές και θρησκευτικές διακρίσεις, και αποτελεί μια μουσουλμανική χώρα (η οποία με την ένταξή της θα αυξήσει το ποσοστό των μουσουλμάνων στην Ε.Ε. από 3% σε 20%), ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται ισχυρό το στρατιωτικό καθεστώς και το εθνικιστικό στοιχείο (ισλαμιστές - φονταμενταλιστές), αποτελώντας τέλος μία χώρα η οποία συνορεύει με κράτη στα οποία επικρατεί αστάθεια σε όλα τα επίπεδα (Ιράκ, Ιράν και Συρία).
Το πιο σημαντικό ίσως που κάνει διστακτικούς τους Ευρωπαίους ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι το οικονομικό κόστος που απορρέει από την προσδοκώμενη οικονομική βοήθεια που θα απευθυνθεί προς την Τουρκία μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης. Στο πλαίσιο αυτό υπολογίζονται ότι η Τουρκία θα απορροφά ανά τριετία κονδύλια αντίστοιχα του ποσού που λαμβάνουν οι δέκα νέες χώρες που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. τον Μάιο του 2004, οικονομική βοήθεια η οποία θα κυμαίνεται μεταξύ 36,7 - 45,1 δισ. ευρώ (περίπου 15 δισ. ευρώ ετησίως ή αλλιώς περίπου το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού οικονομικής βοήθειας της Ε.Ε. (27)). Πολύ θετικοί ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι οι ΗΠΑ (επειδή πιστεύουν ότι θα επέλθει μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα σε όλη την ευρύτερη περιοχή, καθώς και ότι η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ και σύμμαχος των ΗΠΑ θα ευνοούταν οικονομικά, εμπορικά, πολιτικά και κοινωνικά με ενδεχόμενη ένταξή της στην Ε.Ε., επομένως θα ευνοούταν ένας δικό τους σύμμαχος) και το Ηνωμένο Βασίλειο (κυρίως για λόγους ενιαίας πολιτικής με την Αμερική). Από την άλλη πλευρά αρνητικοί είναι η Αυστρία (κυρίως λόγω ιστορικών στοιχείων, βλέπε Αυστροουγγρική αυτοκρατορία ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία - ταυτόχρονα η Αυστρία ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για τη περίπτωση της Τουρκίας), η Γερμανία (υπάρχουν φόβοι για κύμα μουσουλμάνων μεταναστών, επίσης πληθυσμιακά η Τουρκία θα έχει τον δεύτερο ή ακόμη και τον πρώτο μεγαλύτερο αριθμό αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον η Τουρκία, όταν ενταχθεί στην Ε.Ε., θα είναι πληθυσμιακά η μεγαλύτερη στην Ε.Ε. χώρα), η Γαλλία (υπάρχουν οι ίδιοι φόβοι για κύμα μουσουλμάνων μεταναστών, ενώ επιπλέον η Γαλλία δείχνει έντονο προβληματισμό στην άρνηση από πλευράς Τούρκων της αναγνώρισης της γενοκτονίας άνω του 1 εκατ. Αρμενίων μεταξύ 1915-1923, ο δε Σαρκοζί μπλοκάρισε το κεφάλαιο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση τον Ιούνιο του 2007), η Ολλανδία και η Ισπανία.
Του Αριστείδη Π. Μπιτζένη*
* O Αριστείδης Π. Μπιτζένης είναι επίκουρος καθηγητής (μέλος ΔΕΠ) στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών
makthes