Χρήστος Ιακώβου Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Η ανώτερη ιεραρχία της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένου και του οικουμενικού Πατριάρχη, είχαν ταχθεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ με το σκεπτικό ότι η ΕΕ θα ανάγκαζε την Τουρκία να εκσυγχρονίσει το πολιτικό της σύστημα, μια αλλαγή η οποία θα απέβαινε επωφελής για το μέλλον της μειονότητας και του Πατριαρχείου.
Παρά τα τέσσερα χρόνια ενταξιακού διαλόγου, δεν υπάρχει σήμερα κάτι το αισιόδοξο για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Φθίνει διαρκώς και υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει περίπου 1.000-1.200 άτομα. Τα σχολεία έχουν περίπου 240 μαθητές και στις δώδεκα τάξεις, από τους οποίους σχεδόν το ένα τρίτο είναι παιδιά Χριστιανών Αράβων και όχι Ελλήνων.
Επιπλέον, μη ικανοποιητική είναι και η κατάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διεθνώς, ο Πατριάρχης τυγχάνει σεβασμού ως ο πνευματικός ηγέτης περίπου 200 εκατομμυρίων Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο δηλαδή ως «πρώτος μεταξύ ίσων» των πέντε παραδοσιακών Πατριαρχών των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για την νομοθεσία της Τουρκίας, όμως, είναι απλώς ο θρησκευτικός ηγέτη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Αυτή η διένεξη έχει ως αποτέλεσμα, κάτι που είναι άγνωστο στους πλείστους εκτός Τουρκίας, το Πατριαρχείο να μην έχει νομικό καθεστώς και επομένως και ιδιοκτησία. Μπορεί η Τουρκία να εκλαμβάνει και να αντιμετωπίζει, εκ των πραγμάτων, το Πατριαρχείο ως τουρκικό ίδρυμα, το Πατριαρχείο, όμως, απαιτεί και διεκδικεί ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο, το οποίο να αντανακλά τη διεθνή του θέση, και παράλληλα να το προστατεύει από τις επιπτώσεις της εκάστοτε τουρκικής μειονοτικής πολιτικής, την οποία τα μειονοτικά ιδρύματα έχουν πληρώσει τραγικά και ακριβά.
Άλλες ολοφάνερες παραβάσεις διεθνών κανόνων έχουν να κάνουν με την τεράστια περιουσία των μειονοτικών ιδρυμάτων στην επικράτεια της Κωνσταντινούπολης. Με μία απόφαση του Συμβουλίου του Κράτους το 1974, το Τουρκικό κράτος μπόρεσε να κατάσχει όλη την περιουσία που δεν είχε δηλωθεί από τα μειονοτικά ιδρύματα κατά την καταγραφή του 1936. Με βάση το την απόφαση του 1974, ό,τι έχει αποκτηθεί μετά το 1936 από τα ιδρύματα, μέσω δωρεών ή αγορών, θεωρείται παράνομο, αφού τα Ελληνικά, όπως και τα Αρμενικά μειονοτικά ιδρύματα θεωρήθηκαν «αλλοδαπά» άρα δεν ήταν κατοχυρωμένα νομικώς να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Τουρκία. Έτσι, κάνοντας χρήση αυτής της απόφασης, το Τουρκικό κράτος ανάγκασε το Πατριαρχείο να επιστρέψει τα ακίνητα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη και, αν ο ίδιος ή οι κληρονόμοι δεν μπορούσαν να εντοπιστούν, όπως συνέβαινε στις πλείστες των περιπτώσεων, η ακίνητη περιουσία περιήρχετο στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους. Με αυτή τη διαδικασία τα τελευταία 35 χρόνια, μεγάλος αριθμός υποθέσεων κατέληγε στα δικαστήρια και με συνοπτικές διαδικασίες ένα σημαντικό μέρος της ακίνητης περιουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατασχέθηκε.
Το Τουρκικό κράτος φροντίζει επιμελώς να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, με το να αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικά κληρονομιάς σε Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που ζουν στο εξωτερικό, ευελπιστώντας ότι αργά ή γρήγορα η περιουσία τους θα περιέλθει «νόμιμα» στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο αν προσμετρήσει κάποιος και τα δύο άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το Πατριαρχείο. Το πρώτο αφορά στους περιορισμούς που θέτει η Τουρκία για το κλήρο του Πατριαρχείου κάτι που ενδέχεται να δυσχεράνει σημαντικά τη στελέχωση αυτού του αρχαιότερου σήμερα θεσμού των Βαλκανίων στην επόμενη γενιά. Μόνο Τούρκοι υπήκοοι επιτρέπεται να γίνουν Επίσκοποι ή Πατριάρχες, και η Τουρκία αρνείται να παραχωρήσει την τουρκική υπηκοότητα σε ορθόδοξους κληρικούς που θέλουν να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο αφορά στο, από το 1971 κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο τον εκπαίδευση νέου κλήρου που θα στελεχώσει στο μέλλον το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η ευδιάκριτη διαπίστωση που μπορεί κάποιος να κάνει μέσα από αυτά τα δεδομένα είναι ότι η Τουρκία συνεχίζει την Ευρωπαϊκή της πορεία ενώ οι μεγάλες προσδοκίες για παράλληλη βελτίωση της κατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξελίσσονται σε φρούδες ελπίδες.
Η ανώτερη ιεραρχία της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένου και του οικουμενικού Πατριάρχη, είχαν ταχθεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ με το σκεπτικό ότι η ΕΕ θα ανάγκαζε την Τουρκία να εκσυγχρονίσει το πολιτικό της σύστημα, μια αλλαγή η οποία θα απέβαινε επωφελής για το μέλλον της μειονότητας και του Πατριαρχείου.
Παρά τα τέσσερα χρόνια ενταξιακού διαλόγου, δεν υπάρχει σήμερα κάτι το αισιόδοξο για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Φθίνει διαρκώς και υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει περίπου 1.000-1.200 άτομα. Τα σχολεία έχουν περίπου 240 μαθητές και στις δώδεκα τάξεις, από τους οποίους σχεδόν το ένα τρίτο είναι παιδιά Χριστιανών Αράβων και όχι Ελλήνων.
Επιπλέον, μη ικανοποιητική είναι και η κατάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διεθνώς, ο Πατριάρχης τυγχάνει σεβασμού ως ο πνευματικός ηγέτης περίπου 200 εκατομμυρίων Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο δηλαδή ως «πρώτος μεταξύ ίσων» των πέντε παραδοσιακών Πατριαρχών των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για την νομοθεσία της Τουρκίας, όμως, είναι απλώς ο θρησκευτικός ηγέτη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Αυτή η διένεξη έχει ως αποτέλεσμα, κάτι που είναι άγνωστο στους πλείστους εκτός Τουρκίας, το Πατριαρχείο να μην έχει νομικό καθεστώς και επομένως και ιδιοκτησία. Μπορεί η Τουρκία να εκλαμβάνει και να αντιμετωπίζει, εκ των πραγμάτων, το Πατριαρχείο ως τουρκικό ίδρυμα, το Πατριαρχείο, όμως, απαιτεί και διεκδικεί ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο, το οποίο να αντανακλά τη διεθνή του θέση, και παράλληλα να το προστατεύει από τις επιπτώσεις της εκάστοτε τουρκικής μειονοτικής πολιτικής, την οποία τα μειονοτικά ιδρύματα έχουν πληρώσει τραγικά και ακριβά.
Άλλες ολοφάνερες παραβάσεις διεθνών κανόνων έχουν να κάνουν με την τεράστια περιουσία των μειονοτικών ιδρυμάτων στην επικράτεια της Κωνσταντινούπολης. Με μία απόφαση του Συμβουλίου του Κράτους το 1974, το Τουρκικό κράτος μπόρεσε να κατάσχει όλη την περιουσία που δεν είχε δηλωθεί από τα μειονοτικά ιδρύματα κατά την καταγραφή του 1936. Με βάση το την απόφαση του 1974, ό,τι έχει αποκτηθεί μετά το 1936 από τα ιδρύματα, μέσω δωρεών ή αγορών, θεωρείται παράνομο, αφού τα Ελληνικά, όπως και τα Αρμενικά μειονοτικά ιδρύματα θεωρήθηκαν «αλλοδαπά» άρα δεν ήταν κατοχυρωμένα νομικώς να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Τουρκία. Έτσι, κάνοντας χρήση αυτής της απόφασης, το Τουρκικό κράτος ανάγκασε το Πατριαρχείο να επιστρέψει τα ακίνητα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη και, αν ο ίδιος ή οι κληρονόμοι δεν μπορούσαν να εντοπιστούν, όπως συνέβαινε στις πλείστες των περιπτώσεων, η ακίνητη περιουσία περιήρχετο στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους. Με αυτή τη διαδικασία τα τελευταία 35 χρόνια, μεγάλος αριθμός υποθέσεων κατέληγε στα δικαστήρια και με συνοπτικές διαδικασίες ένα σημαντικό μέρος της ακίνητης περιουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατασχέθηκε.
Το Τουρκικό κράτος φροντίζει επιμελώς να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, με το να αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικά κληρονομιάς σε Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που ζουν στο εξωτερικό, ευελπιστώντας ότι αργά ή γρήγορα η περιουσία τους θα περιέλθει «νόμιμα» στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο αν προσμετρήσει κάποιος και τα δύο άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το Πατριαρχείο. Το πρώτο αφορά στους περιορισμούς που θέτει η Τουρκία για το κλήρο του Πατριαρχείου κάτι που ενδέχεται να δυσχεράνει σημαντικά τη στελέχωση αυτού του αρχαιότερου σήμερα θεσμού των Βαλκανίων στην επόμενη γενιά. Μόνο Τούρκοι υπήκοοι επιτρέπεται να γίνουν Επίσκοποι ή Πατριάρχες, και η Τουρκία αρνείται να παραχωρήσει την τουρκική υπηκοότητα σε ορθόδοξους κληρικούς που θέλουν να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο αφορά στο, από το 1971 κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο τον εκπαίδευση νέου κλήρου που θα στελεχώσει στο μέλλον το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η ευδιάκριτη διαπίστωση που μπορεί κάποιος να κάνει μέσα από αυτά τα δεδομένα είναι ότι η Τουρκία συνεχίζει την Ευρωπαϊκή της πορεία ενώ οι μεγάλες προσδοκίες για παράλληλη βελτίωση της κατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξελίσσονται σε φρούδες ελπίδες.