«Είμαι μια κάτοικος των Εξαρχείων και το μπαλκόνι του σπιτιού μου βρίσκεται ακριβώς πάνω από το σημείο που δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος.Δεν συμμετέχω σε καμία πολιτική δραστηριότητα. Δεν είμαι μια ακτιβίστρια. Μπορώ να μιλήσω μόνο για τη δολοφονία. Δεν μπορώ να πάρω κάποια θέση σχετικά με όλα τα άλλα πράγματα που συνέβησαν επειδή όλα αυτά τα υπόλοιπα πράγματα είναι πολύ περίπλοκα και δεν έχω σαφείς σκέψεις σχετικά με αυτά.Τα Εξάρχεια ήταν πάντοτε μια εναλλακτική γειτονιά, μια περιοχή αντι-κουλτούρας.Για πολλά χρόνια ήταν πολύ συχνό φαινόμενο ότι κάτι θα συμβεί σε μια γωνιά του δρόμου στα Εξάρχεια και ξαφνικά όλοι από τις καφετέριες και τα μπαρ και τα πεζοδρόμια θα χυθούν έξω στους δρόμους και θα τρέξουν να δουν τι συμβαίνει.Συνήθως ήταν επεισόδια μεταξύ των ανθρώπων και της αστυνομίας, μάχες ή αντιπαραθέσεις, ύβρεις, συνθήματα.Τα παλιά χρόνια αυτό συνέβαινε πολύ συχνά.Στη συνέχεια, υπήρξε μια περίοδος που αυτό δεν συνέβαινε τόσο πολύ, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται και πάλι.Ο λόγος που βρέθηκα με μια φωτογραφική μηχανή στο μπαλκόνι εκείνη τη νύχτα ήταν επειδή πάντα ήθελα να κινηματογραφήσω μια από αυτές τις αντιπαραθέσεις που λαμβάνουν χώρα κάτω από το παράθυρό μου. Αλλά κάθε φορά που έβγαινα στο μπαλκόνι μου να δω τι συμβαίνει, είχα καθυστερήσει. Μέχρι να πάω πίσω στο εσωτερικό του σπιτιού για να πάρω τη φωτογραφική μηχανή μου
ήταν πολύ αργά, είχαν ήδη όλα τελειώσει. Αυτό μου συνέβη πολλές φορές. Και η τελευταία φορά που συνέβη αυτό, είπα στον εαυτό μου, την επόμενη φορά, πρώτα θα αρπάξω την κάμερα και μετά θα βγω στο μπαλκόνι. Τελικά, δυστυχώς η «επόμενη φορά» αποδείχθηκε ότι ήταν ένα περιστατικό που ποτέ δεν περίμενα να συμβεί.
Δύο χρόνια νωρίτερα, ένας φίλος μου με επισκέφθηκε από τη Γερμανία και μου ανέφερε την εντύπωση του ότι η αστυνομία εδώ φαίνεται πολύ προκλητική και πολύ επικίνδυνη. Ακόμα κι αν αυτός ήταν τουρίστας, ο τρόπος που συμπεριφέρονταν οι αστυνομικοί τον έκανε να αισθάνεται λιγότερο ασφαλής, τον έκανε να αισθάνεται ότι απειλείται, ότι βρίσκεται σε κίνδυνο. Και όταν αυτός ο φίλος άκουσε αυτό που συνέβη στις 6 Δεκεμβρίου, έγραψε κάπου ότι για αυτόν δεν ήταν καθόλου έκπληξη....
Για εμένα όμως ήταν... Όλες τις προηγούμενες φορές, ποτέ δεν ένιωσα φόβο παρατηρώντας αυτές τις συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων και της αστυνομίας. Ήταν μέρος της καθημερινής ζωής μου στο Εξάρχεια. Ήταν κάτι το σύνηθες. Επειδή πολλοί κάτοικοι και θαμώνες των Εξαρχείων έχουν μια ρητή άρνηση των αρχών, και την εκφράζουν σταθερά και πιστεύουν σε αυτή, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι δεν χρειαζόταν να πάρω κάποια συγκεκριμένη θέση, διότι όλα αυτά ήταν ακριβώς ένα μέρος της
ζωής μου σε αυτήν την περιοχή. Φυσικά, στα δέκα χρόνια που έχω ζήσει σε αυτό το διαμέρισμα, έχω παρατηρήσει κάθε χρόνο τη σταδιακή αύξηση της παρουσίας της αστυνομίας, την εντατικοποίηση της καταστολής. Οι αστυνομικοί άρχισαν να εμφανίζονται σε κάθε γωνιά της γειτονιάς, σε ομάδες, και επίσης ήταν πάνοπλοι. Η αίσθηση του να παρατηρείς πάνοπλους αστυνομικούς σε πλήρη εξάρτηση να μεταφέρουν πιστόλια, όπλα,γκλόμπς, ασπίδες, δακρυγόνα αέρια, και πολυβόλα- γινόταν όλο και πιο έντονη. Σε αυτή την περίοδο άρχισε να εμφανίζεται στους τοίχους το σύνθημα: «σε κάθε γωνία υπάρχει αστυνομία, η χούντα δεν τελείωσε το '73».
Στις 6 Δεκεμβρίου ήμουν εδώ, στο διαμέρισμα με το Γερμανό φίλο μου. Αυτός μαγείρευε στην κουζίνα και εγώ ήμουν στο σαλόνι. Ξαφνικά άκουσα ένα δυνατό «Μπάνγκ»!... Δεν είχα ακούσει κανένα θόρυβο πριν από αυτό. Δεν συνέβαινε τίποτα στους δρόμους, δεν φώναζε κανένας, δεν γινόταν τίποτα. Προειδοποίηση δεν υπήρχε, μόνο ένα «Μπάνγκ»!... Μου φάνηκε ότι ήρθε από κάτω από την οδό, στην αριστερή πλευρά. Παρά την έκπληξη, αυτή τη φορά θυμήθηκα να αρπάξω την κάμερα μου πρώτα. Δεν ήμουν σε
πανικό, δεν αισθανόμουν κάτι ασυνήθιστο, πήρα απλά ήρεμα τη
φωτογραφική μηχανή και πήγα προς το μπαλκόνι. Εγώ, δεν πίστεψα ότι κάτι εκπληκτικά ασυνήθιστο είχε συμβεί. Κοίταξα έξω, αλλά δεν ενεργοποίησα την κάμερα στην αρχή, διότι τίποτα δεν συνέβαινε. Είδα μερικούς νεαρούς κάτω προς τα αριστερά από το μπαλκόνι μου, καθόντουσαν εκεί όπως κάνουν πάντα. Οι νεαροί αναρχικοί πάντα συχνάζουν σε εκείνη την γωνία αν και αυτό το βράδυ υπήρχαν λιγότεροι από το κανονικό. Και από τη δεξιά πλευρά, στον πάνω δρόμο, είδα ένα περιπολικό να παρκάρει στη γωνία. Μια στιγμή μετά από τότε που κοίταξα το αυτοκίνητο της αστυνομίας, είδα δύο μπάτσους να γυρνάνε πίσω, προς τα κάτω, με τα πόδια, και αυτό ήταν πολύ περίεργο για μένα.
Αναρωτήθηκα,....μα, τι πρόκειται να κάνουν; Έφθασαν στο σημείο όπου το περιπολικό ήταν στην αρχή πριν στρίψουν για να το παρκάρουν, και άρχισαν να προκαλούν τα παιδιά, φωνάζοντας «ελάτε ρε μουνιά, ελάτε ρε μουνιά»! Όταν άκουσα αυτό το φώναξα στον φίλο μου τον Γερμανό, «έλα να δεις! Η αστυνομία ήρθε για να ξεκινήσει καβγά!». Θα είχε μια ευκαιρία να δει αυτό το συχνό φαινόμενο, τους Έλληνες μπάτσους να προκαλούν μια μάχη προσβάλλοντας ανθρώπους. Είναι πολύ συνηθισμένο ότι η αστυνομία βρίζει τους ανθρώπους, αλλά αυτό ήταν πάρα πολύ. Ήταν προκλητικοί γιατί παρκάρισαν το αυτοκίνητο της αστυνομίας και ήρθαν με τα πόδια πίσω φωνάζοντας βρισιές. Αυτός είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι ξεκινούν καβγά. Έμοιαζε λες και είναι ένας προσωπικός καβγάς, όχι όπως οι συνήθεις προκλήσεις και βρισιές της αστυνομίας.
Αμέσως μετά και οι δύο έβγαλαν τα όπλα τους, και οι δύο μπάτσοι τράβηξαν τα όπλα τους!... Αυτό ποτέ δεν αναφέρθηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Και μου ήρθε η μία έκπληξη μετά την άλλη. Πρώτα ήρθαν πίσω με τα πόδια, μετά άρχισαν ένα τσακωμό προσβάλλοντας τα παιδιά, μετά έβγαλαν τα όπλα τους, και στη συνέχεια στόχευσαν, σε μια στιγμή που δεν υπήρχε καμία πρόκληση και δεν υπήρχε τίποτα που να αποτελεί απειλή για αυτούς, δεν υπήρχε κάποια σύγκρουση και ούτε καν συνέβαινε κάποια αντιπαράθεση. Και τότε πυροβόλησαν. Άκουσα δύο πυροβολισμούς, αλλά δεν μπορώ να πω αν και οι δύο από τους αστυνομικούς πυροβόλησαν ή ο ένας από αυτούς πυροβόλησε δύο φορές. Είναι πιθανό ότι ένας από αυτούς πυροβόλησε δύο φορές. Και μετά γύρισαν την πλάτη τους και απλά έφυγαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Εμένα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μου είχε χρειαστεί να κοιτάξω αριστερά, στην ομάδα των παιδιών, γιατί ήταν απίστευτα περίεργη η συμπεριφορά αυτών των δύο αστυνομικών. Δεν ήταν ανάγκη να δω από την άλλη πλευρά, από την πλευρά των παιδιών διότι τίποτα δεν συνέβαινε από εκεί. Και τότε άκουσα τον κόσμο στον δρόμο να φωνάζει ότι ένα παιδί είχε πυροβοληθεί. Και τότε ένιωσα πανικό. Έτρεξα στο εσωτερικό του σπιτιού, άρπαξα το τηλέφωνο, κάλεσα ένα ασθενοφόρο, και πήγα αμέσως κάτω στο δρόμο. Είδα μόνο ένα παιδί να βρίσκεται εκεί, και σοκαρίστηκα. Όλος ο κόσμος φώναζε και πολλοί λιποθυμούσαν. Το παιδί δεν ήταν νεκρό ακόμη και ένας γιατρός είχε εμφανιστεί και προσπαθούσε να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Στη συνέχεια, το ασθενοφόρο έφτασε και το παιδί πέθανε μέσα στο ασθενοφόρο, νομίζω.
Έμαθα από άλλους ανθρώπους που ήταν εκεί ότι η πρώτη έκρηξη που άκουσα ήταν χειροβομβίδα κρότου-λάμψης. Προφανώς κάποιος είχε ρίξει ένα πλαστικό μπουκάλι στο αυτοκίνητο της αστυνομίας και ίσως τους φώναξε κάτι καθώς περνούσαν και οι αστυνομικοί απάντησαν με τη ρίψη της χειροβομβίδας από το περιπολικό. Αυτά δεν είναι τόσο ασυνήθιστα εδώ. Είναι φυσιολογικό κάποιος να φωνάξει, όλοι στην Ελλάδα φωνάζουν ο ένας στον άλλο. Έτσι, είμαι βέβαιη ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν απειληθεί, δεν ήταν σε άμυνα, ούτε σε κατάσταση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αλήθεια, αν ένας αστυνομικός νιώθει μια σοβαρή απειλή, δεν παρκάρει χαλαρός στην επόμενη γωνία και γυρνάει με τα πόδια να ζητήσει το λόγο για ξεκαθάρισμα. Συνήθως, όταν οι αστυνομικοί σε περιπολικό
αισθάνονται απειλή ή αισθάνονται σαν να είναι υπό επίθεση φεύγουν, απομακρύνονται. Η αστυνομία δεν ήταν σε θέση άμυνας εκείνη τη στιγμή.
ήταν πολύ αργά, είχαν ήδη όλα τελειώσει. Αυτό μου συνέβη πολλές φορές. Και η τελευταία φορά που συνέβη αυτό, είπα στον εαυτό μου, την επόμενη φορά, πρώτα θα αρπάξω την κάμερα και μετά θα βγω στο μπαλκόνι. Τελικά, δυστυχώς η «επόμενη φορά» αποδείχθηκε ότι ήταν ένα περιστατικό που ποτέ δεν περίμενα να συμβεί.
Δύο χρόνια νωρίτερα, ένας φίλος μου με επισκέφθηκε από τη Γερμανία και μου ανέφερε την εντύπωση του ότι η αστυνομία εδώ φαίνεται πολύ προκλητική και πολύ επικίνδυνη. Ακόμα κι αν αυτός ήταν τουρίστας, ο τρόπος που συμπεριφέρονταν οι αστυνομικοί τον έκανε να αισθάνεται λιγότερο ασφαλής, τον έκανε να αισθάνεται ότι απειλείται, ότι βρίσκεται σε κίνδυνο. Και όταν αυτός ο φίλος άκουσε αυτό που συνέβη στις 6 Δεκεμβρίου, έγραψε κάπου ότι για αυτόν δεν ήταν καθόλου έκπληξη....
Για εμένα όμως ήταν... Όλες τις προηγούμενες φορές, ποτέ δεν ένιωσα φόβο παρατηρώντας αυτές τις συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων και της αστυνομίας. Ήταν μέρος της καθημερινής ζωής μου στο Εξάρχεια. Ήταν κάτι το σύνηθες. Επειδή πολλοί κάτοικοι και θαμώνες των Εξαρχείων έχουν μια ρητή άρνηση των αρχών, και την εκφράζουν σταθερά και πιστεύουν σε αυτή, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι δεν χρειαζόταν να πάρω κάποια συγκεκριμένη θέση, διότι όλα αυτά ήταν ακριβώς ένα μέρος της
ζωής μου σε αυτήν την περιοχή. Φυσικά, στα δέκα χρόνια που έχω ζήσει σε αυτό το διαμέρισμα, έχω παρατηρήσει κάθε χρόνο τη σταδιακή αύξηση της παρουσίας της αστυνομίας, την εντατικοποίηση της καταστολής. Οι αστυνομικοί άρχισαν να εμφανίζονται σε κάθε γωνιά της γειτονιάς, σε ομάδες, και επίσης ήταν πάνοπλοι. Η αίσθηση του να παρατηρείς πάνοπλους αστυνομικούς σε πλήρη εξάρτηση να μεταφέρουν πιστόλια, όπλα,γκλόμπς, ασπίδες, δακρυγόνα αέρια, και πολυβόλα- γινόταν όλο και πιο έντονη. Σε αυτή την περίοδο άρχισε να εμφανίζεται στους τοίχους το σύνθημα: «σε κάθε γωνία υπάρχει αστυνομία, η χούντα δεν τελείωσε το '73».
Στις 6 Δεκεμβρίου ήμουν εδώ, στο διαμέρισμα με το Γερμανό φίλο μου. Αυτός μαγείρευε στην κουζίνα και εγώ ήμουν στο σαλόνι. Ξαφνικά άκουσα ένα δυνατό «Μπάνγκ»!... Δεν είχα ακούσει κανένα θόρυβο πριν από αυτό. Δεν συνέβαινε τίποτα στους δρόμους, δεν φώναζε κανένας, δεν γινόταν τίποτα. Προειδοποίηση δεν υπήρχε, μόνο ένα «Μπάνγκ»!... Μου φάνηκε ότι ήρθε από κάτω από την οδό, στην αριστερή πλευρά. Παρά την έκπληξη, αυτή τη φορά θυμήθηκα να αρπάξω την κάμερα μου πρώτα. Δεν ήμουν σε
πανικό, δεν αισθανόμουν κάτι ασυνήθιστο, πήρα απλά ήρεμα τη
φωτογραφική μηχανή και πήγα προς το μπαλκόνι. Εγώ, δεν πίστεψα ότι κάτι εκπληκτικά ασυνήθιστο είχε συμβεί. Κοίταξα έξω, αλλά δεν ενεργοποίησα την κάμερα στην αρχή, διότι τίποτα δεν συνέβαινε. Είδα μερικούς νεαρούς κάτω προς τα αριστερά από το μπαλκόνι μου, καθόντουσαν εκεί όπως κάνουν πάντα. Οι νεαροί αναρχικοί πάντα συχνάζουν σε εκείνη την γωνία αν και αυτό το βράδυ υπήρχαν λιγότεροι από το κανονικό. Και από τη δεξιά πλευρά, στον πάνω δρόμο, είδα ένα περιπολικό να παρκάρει στη γωνία. Μια στιγμή μετά από τότε που κοίταξα το αυτοκίνητο της αστυνομίας, είδα δύο μπάτσους να γυρνάνε πίσω, προς τα κάτω, με τα πόδια, και αυτό ήταν πολύ περίεργο για μένα.
Αναρωτήθηκα,....μα, τι πρόκειται να κάνουν; Έφθασαν στο σημείο όπου το περιπολικό ήταν στην αρχή πριν στρίψουν για να το παρκάρουν, και άρχισαν να προκαλούν τα παιδιά, φωνάζοντας «ελάτε ρε μουνιά, ελάτε ρε μουνιά»! Όταν άκουσα αυτό το φώναξα στον φίλο μου τον Γερμανό, «έλα να δεις! Η αστυνομία ήρθε για να ξεκινήσει καβγά!». Θα είχε μια ευκαιρία να δει αυτό το συχνό φαινόμενο, τους Έλληνες μπάτσους να προκαλούν μια μάχη προσβάλλοντας ανθρώπους. Είναι πολύ συνηθισμένο ότι η αστυνομία βρίζει τους ανθρώπους, αλλά αυτό ήταν πάρα πολύ. Ήταν προκλητικοί γιατί παρκάρισαν το αυτοκίνητο της αστυνομίας και ήρθαν με τα πόδια πίσω φωνάζοντας βρισιές. Αυτός είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι ξεκινούν καβγά. Έμοιαζε λες και είναι ένας προσωπικός καβγάς, όχι όπως οι συνήθεις προκλήσεις και βρισιές της αστυνομίας.
Αμέσως μετά και οι δύο έβγαλαν τα όπλα τους, και οι δύο μπάτσοι τράβηξαν τα όπλα τους!... Αυτό ποτέ δεν αναφέρθηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Και μου ήρθε η μία έκπληξη μετά την άλλη. Πρώτα ήρθαν πίσω με τα πόδια, μετά άρχισαν ένα τσακωμό προσβάλλοντας τα παιδιά, μετά έβγαλαν τα όπλα τους, και στη συνέχεια στόχευσαν, σε μια στιγμή που δεν υπήρχε καμία πρόκληση και δεν υπήρχε τίποτα που να αποτελεί απειλή για αυτούς, δεν υπήρχε κάποια σύγκρουση και ούτε καν συνέβαινε κάποια αντιπαράθεση. Και τότε πυροβόλησαν. Άκουσα δύο πυροβολισμούς, αλλά δεν μπορώ να πω αν και οι δύο από τους αστυνομικούς πυροβόλησαν ή ο ένας από αυτούς πυροβόλησε δύο φορές. Είναι πιθανό ότι ένας από αυτούς πυροβόλησε δύο φορές. Και μετά γύρισαν την πλάτη τους και απλά έφυγαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Εμένα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μου είχε χρειαστεί να κοιτάξω αριστερά, στην ομάδα των παιδιών, γιατί ήταν απίστευτα περίεργη η συμπεριφορά αυτών των δύο αστυνομικών. Δεν ήταν ανάγκη να δω από την άλλη πλευρά, από την πλευρά των παιδιών διότι τίποτα δεν συνέβαινε από εκεί. Και τότε άκουσα τον κόσμο στον δρόμο να φωνάζει ότι ένα παιδί είχε πυροβοληθεί. Και τότε ένιωσα πανικό. Έτρεξα στο εσωτερικό του σπιτιού, άρπαξα το τηλέφωνο, κάλεσα ένα ασθενοφόρο, και πήγα αμέσως κάτω στο δρόμο. Είδα μόνο ένα παιδί να βρίσκεται εκεί, και σοκαρίστηκα. Όλος ο κόσμος φώναζε και πολλοί λιποθυμούσαν. Το παιδί δεν ήταν νεκρό ακόμη και ένας γιατρός είχε εμφανιστεί και προσπαθούσε να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Στη συνέχεια, το ασθενοφόρο έφτασε και το παιδί πέθανε μέσα στο ασθενοφόρο, νομίζω.
Έμαθα από άλλους ανθρώπους που ήταν εκεί ότι η πρώτη έκρηξη που άκουσα ήταν χειροβομβίδα κρότου-λάμψης. Προφανώς κάποιος είχε ρίξει ένα πλαστικό μπουκάλι στο αυτοκίνητο της αστυνομίας και ίσως τους φώναξε κάτι καθώς περνούσαν και οι αστυνομικοί απάντησαν με τη ρίψη της χειροβομβίδας από το περιπολικό. Αυτά δεν είναι τόσο ασυνήθιστα εδώ. Είναι φυσιολογικό κάποιος να φωνάξει, όλοι στην Ελλάδα φωνάζουν ο ένας στον άλλο. Έτσι, είμαι βέβαιη ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν απειληθεί, δεν ήταν σε άμυνα, ούτε σε κατάσταση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αλήθεια, αν ένας αστυνομικός νιώθει μια σοβαρή απειλή, δεν παρκάρει χαλαρός στην επόμενη γωνία και γυρνάει με τα πόδια να ζητήσει το λόγο για ξεκαθάρισμα. Συνήθως, όταν οι αστυνομικοί σε περιπολικό
αισθάνονται απειλή ή αισθάνονται σαν να είναι υπό επίθεση φεύγουν, απομακρύνονται. Η αστυνομία δεν ήταν σε θέση άμυνας εκείνη τη στιγμή.