Του Ετιέν Μπαλιμπάρ
Πολιτική ανυπακοή και όχι ιδιωτική, όπως θα μπορούσε να καταστήσει πιστευτό μία επιπόλαιη μεταγραφή της αντίστοιχης αγγλικής έκφρασης: civil disobedience. Δεν πρόκειται μόνο για άτομα που συνειδητά θα εναντιωνόταν στην εξουσία. Αλλά για πολίτες, οι οποίοι σε μία κρίσιμη περίσταση, αναδημιουργούν την ιδιότητά τους με μία δημόσια πρωτοβουλία «ανυπακοής» προς το Κράτος.
Μία τέτοια ενέργεια ανυπακοής είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί; Είναι νόμιμη; Η έκκληση, που προωθήθηκε από τους σκηνοθέτες και υιοθετήθηκε από χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, για τη μη-εφαρμογή των διατάξεων του νόμου «Debré», που αφορούσαν στη δήλωση της διαμονής των αλλοδαπών, ήγειρε τα παραπάνω ερωτήματα. Δεν πρόκειται να σχολιασθούν εδώ οι ξεκάθαροι όροι αυτής της έκκλησης, αλλά να σχολιαστεί η αρχή που τη διέπει. Αυτό επιβάλλεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η πολιτική τάξη (με ορισμένες εξαιρέσεις) αντιμετώπισε την άποψη των υποστηρικτών της έκκλησης είτε με το να τους θέτει εμπόδια, είτε με το να τους προειδοποιεί με υπεροπτικό τρόπο. Το κράτος δικαίου, η δημοκρατική νομιμότητα, θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Θα ήθελα να διαλευκάνω την αντιπαράθεση εξετάζοντας αυτό που υπονοεί μία τέτοια ιδέα ανυπακοής σε σχέση με τον νόμο, την ιδιότητα του πολίτη και την πολιτική ευθύνη. Θα έρθει λοιπόν η ώρα να αναρωτηθούμε με ποια πλευρά είναι η νομιμότητα και η διαφάνεια σε αυτή την υπόθεση. Ο Σοφοκλής έβαζε την Αντιγόνη να πει «Οι κυρώσεις του κράτους δεν θα έπρεπε να εκτείνονται πέρα από τους άγραφους νόμους». Γνωρίζουμε από τον καιρό της θεμελίωσης των δημοκρατιών ότι μία εξουσία είναι νόμιμη στο μέτρο που δεν έρχεται σε αντίφαση με συγκεκριμένους ανώτερους νόμους της ανθρωπότητας. Ίσως η αναπαράσταση στην οποία μπορεί κανείς να προβεί για να περιγράψει τις καταβολές αυτών των νόμων έχει εξελιχθεί. Μολαταύτα, το περιεχόμενό τους μένει πάντα το ίδιο: είναι ο σεβασμός των ζωντανών και των νεκρών, η φιλοξενία, το απαραβίαστο του ανθρώπινου όντος, η μη-παραχάραξη της αλήθειας. Οι νόμοι αυτοί διακηρύσσουν τις αξίες που επιτρέπουν σε μία πολιτική κοινότητα να διακρίνει το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, και που μία κυβέρνηση ή ένα Κράτος οφείλουν να τις διαφυλάξουν με κάθε κόστος.
Τέτοιοι άγραφοι νόμοι είναι υπεράνω οποιασδήποτε περιστασιακής νομοθεσίας, και γενικότερα οποιουδήποτε θετικού νόμου. Γι’ αυτό το λόγο τη στιγμή που οι πολίτες διαπιστώνουν μία ολοφάνερη αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές νόμων, έχουν ως καθήκον να μεταφέρουν τη διένεξη στο δημόσιο χώρο, διακηρύσσοντας την υπακοή τους στους άγραφους νόμους, σε βάρος της υπακοής στο θετικό δίκαιο. Με αυτή τους την πράξη οι πολίτες αναδημιουργούν τις προϋποθέσεις μίας νομοθεσίας ή της «γενικής βούλησης». Δεν επιτίθενται στην έννοια του νόμου, αλλά την υπερασπίζουν.
Eκτος από το να υποθέτουμε κυβερνήσεις και λαούς τέλειους, μπορεί να δει κανείς καθαρά ότι εάν μία τέτοια δημόσια έκθεση των αντιφάσεων ανάμεσα στους άγραφους και στους γραπτούς νόμους δεν πραγματοποιούταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τότε η ισχύς του νόμου θα εκφυλιζόταν σε συμφέρον του Κράτους. Το τελευταίο αποτυπώνεται στην άποψη σύμφωνα με την οποία οι τυπικές προϋποθέσεις των νόμων (η υιοθέτηση τους από ένα περιοδικά εκλεγόμενο κοινοβούλιο, η συνταγματικότητά τους, κ.τ.λ), προφανώς αναγκαίες, θα ήταν επίσης και επαρκείς. Μία τέτοια καθαρά κρατικιστική αντίληψη διαφαίνεται στις δηλώσεις του υπουργού δικαιοσύνης, που μπορούν να συνοψιστούν στο παλιό ρητό «ο νόμος είναι νόμος».
Από την άλλη πλευρά, η ιστορία του δημοκρατικού κράτους στη Γαλλία, μαζί με τα επεισόδιά δειλίας και ηρωισμού που τη συνοδεύουν, από την υπόθεση Dreyfus ως την αντίσταση, και από την διακήρυξη των 121 έως τη δίκη Bodigny, δεν στερείται παραδειγμάτων της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία οι ουσιώδεις προϋποθέσεις της υπακοής στο νόμο βρίσκονται αναθεμελιωμένες μέσω της άρνησης αποδοχής των άδικων αποφάσεων της πολιτικής ή δικαστικής εξουσίας.
Με αυτό το εμφανές παράδοξο μίας θεμελιώδους παραβίασης, βρισκόμαστε στην καρδιά της σχέσης ανάμεσα στην ανυπακοή και στην ιδιότητα του πολίτη. Αυτή η σχέση όμως έχει ακόμα πιο συγκεκριμένες βάσεις στο γαλλικό σύνταγμα, καθώς το τελευταίο αρχίζει με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.
Η προαναφερθείσα σχέση δεν λειτούργησε πάντα στα πλαίσια του συντάγματος. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι το ζήτημα του να γνωρίζουμε με ποια έννοια πρέπει να εκλαμβάνονται οι διατυπώσεις της Διακήρυξης, που καταγράφουν τα «θεμελιώδη δικαιώματα» ως δεσμευτικές για το νομοθέτη, παραμένει ενοχλητικό για τους νομικούς. Καμία έκπληξη ως προς το τελευταίο καθώς η Διακήρυξη διατυπώνει αυτό που συγκροτεί τον άνθρωπο σε ενεργό πολίτη: απευθύνεται αφ’ ενός στην πολιτική δυνατότητα του λαού να μην εξουσιοδοτεί εκπροσώπους και αφ ΄ετέρου στις ευθύνες που απορρέουν από αυτή τη δυνατότητα για τα άτομα που συνθέτουν το λαό. Με αυτό τον τρόπο η Διακήρυξη αναπαριστά, μέσα στο ίδιο το σύνταγμα, την «συγκροτησιακή εξουσία» του λαού που υπερβαίνει κάθε θεμελιώδη θεσμό και συγκροτεί το δημοκρατικό χαρακτήρα του συντάγματος.
Επιπλέον, η Διακήρυξη θέτει ως δικαιώματα «φυσικά και απαράγραπτα» (άρθρο 2) «την ελευθερία, την περιουσία, την ασφάλεια και την αντίσταση στην καταπίεση». Η ιστορία είναι επιφορτισμένη να μας διδάξει τη μόνιμη επικαιρότητα αυτής της τελευταίας έννοιας, που δεν συνιστά απλά μία αναφορά στην ιδιαίτερη γλώσσα των επαναστατικών εποχών. Αντίθετα, η έννοια της αντίστασης στην καταπίεση υποβάλλεται περιοδικά σε δοκιμασία και η σημασία της αποσαφηνίζεται.
Μέσα από τις μεταπτώσεις της μεταναστευτικής πολιτικής – την οποία όλες οι εν συγχύσει βρισκόμενες κυβερνήσεις, ανάγουν σε μία πολιτική εναντίον των μεταναστών, οι οποίοι θεωρούνται εκ των προτέρων παράνομοι - θα ήταν πιθανό να ζήσουμε μία από αυτές τις κρίσιμες εμπειρίες. Το ευεργέτημα αυτής της εμπειρίας θα ήταν να ανανεώσει για την σύγχρονη γενιά την αντίληψη ότι η αντίσταση στην καταπίεση δεν αφορά μόνο στην καταπίεση στην οποία υποτάσσει κανείς τον εαυτό του, αλλά επίσης και στην καταπίεση που υποτάσσει τους άλλους. Το ότι αυτά τα δύο πρέπει να είναι αχώριστα, και το ότι αυτό πρέπει να είναι το νόημα της ελευθερίας και της ισότητας, όχι μόνο δεν το αρνείται η Διακήρυξη, αλλά, με μία προσεκτικότερη παρατήρηση, το υπονοεί.
Γνωρίζουμε ότι κανείς θα μας αρνηθεί την ευκαιρία, την ισορροπία (ο κύριος Juppé αποφεύγει να ισχυριστεί ότι ο νόμος Debré είναι δίκαιος, ή ότι είναι σωστός), δηλαδή τους αναγκαίους συμβιβασμούς με την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν συμβαδίζει με την σιωπηλή πλειοψηφία (η οποία φοβόμαστε ότι δεν αντιπροσωπεύεται από τον Jean Marie Le Pen). Ας αφήσουμε εδώ τον καθένα να στοχαστεί αυτό που παρήγε, εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, ο ρεαλισμός όσον αφορά στον έλεγχο της κυκλοφορίας εργατικού δυναμικού, στην ενσωμάτωση των ξένων στη Γαλλία ή στην διαμόρφωση του δημόσιου πνεύματος. Όλα αυτά δεν αποκλείουν το ερώτημα: η πολιτική ανυπακοή μπορεί να είναι μία πολιτικά υπεύθυνη πράξη; Κάτω υπό ποίες προϋποθέσεις;
Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη κατάσταση. Αυτή είναι η περίπτωση από τη στιγμή που ο εκφυλισμός του κράτους δικαίου οδηγεί στη διαδικασία υπέρβασης ενός ορίου, πέραν του οποίου η αρχή μίας καθημερινής διάκρισης εναντίον των ξένων και μίας επιτήρησης αυτών που τους υποδέχονται, τους βοηθούν ή συναναστρέφονται μαζί τους, θα ήταν ρητά εγγεγραμμένη στον νόμο. Γι΄ αυτό το λόγο το κυβερνητικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο προηγούμενες νομοθετικές διατάξεις προσανατολιζόταν ήδη προς αυτή τη κατεύθυνση χωρίς να έχουν αμφισβητηθεί (αυτό που μένει να δειχθεί), ακόμα και αν καταδεικνύει τις επιμερισμένες σε όλη την πολιτική τάξη ευθύνες (για ποιο λόγο να τις αποστερηθεί;) δεν στρέφεται κατά της νομιμότητας του σύγχρονου κινήματος δυσαρέσκειας. Όσο ο καιρός περνά, τόσο η κρισιμότητα οξύνεται.
Η δεύτερη προϋπόθεση, είναι ότι η έκκληση προς την πολιτική ανυπακοή, πάντα θεμελιωμένη σε μία ατομική απόφαση δεν παραμένει μία μεμονωμένη έκφραση, αλλά θέτει τη δυνατότητα μίας συλλογικής δράσης και μίας μεταβολής της πορείας των πραγμάτων. Θα εστιάσουμε σύντομα πάνω σε αυτό το σημείο. Αυτή η προϋπόθεση δεν είναι άσχετη μίας τρίτης που ισχύει καθαρά στην περίπτωση της έκκλησης των σκηνοθετών: πρόκειται για μία έκκληση αποτρεπτική. Η κυβέρνηση μπορεί ακόμα να αλλάξει γνώμη. Η ανυπακοή την οποία η κυβέρνηση αμφισβητεί, τίθεται υπό όρους: δεν αποσκοπεί στο να επισπεύσει το αδιόρθωτο, αλλά στο να το εμποδίσει ούσα αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει.
Η τελευταία προϋπόθεση είναι ότι η πολιτική ανυπακοή αποδέχεται τις συνέπειες που αρμόζουν σε αυτή: τον κίνδυνο που εμπεριέχει γι΄ αυτούς που την ασκούν, αυτό είναι ευνόητο, αλλά επίσης και τις συνέπειές της στο πολιτικό πεδίο. Όμως, η διακύβευση της στιγμής είναι η επάνοδος του φασισμού στη Γαλλία και η ακούραστη διεκδίκηση μίας ξενοφοβικής νομοθεσίας συνιστά ένα ουσιώδες συστατικό αυτής της επανόδου. Ορισμένοι απευθύνονται σε αυτούς που υπέγραψαν την έκκληση των σκηνοθετών λέγοντας τους ότι με το να αποδεικνύετε αυτό που επικαλείται η άντι-Γαλλία, ή με το να θέτετε εμπόδια στην μάχη εναντίον της παράνομης μετανάστευσης που είναι η δικαιολογία πάνω στην οποία το εν λόγω κίνημα κεφαλαιοποιεί, μεταφέρετε νερό στο μύλο του φασισμού. Το παραπάνω επιχείρημα υποθέτει την αποδοχή ότι η δημοκρατία μπορεί και επιβιώνει εφαρμόζοντας την πολική των αντιπάλων της, και ενισχύει την θέση της αρνούμενη ,στο όνομα της εθνικής συναίνεσης να αποφασίσει ανάμεσα σε ασυμφιλίωτες αρχές. Αυτοί που υπερασπίζονται την ελευθερία της διακίνησης, το καθήκον της φιλοξενίας, τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των κατοίκων, πραγματοποιούν, το βλέπει κανείς, τον αντίστροφο συλλογισμό. Ζητούν από όλους εμάς να επιλέξουμε το δικό μας στρατόπεδο, τη δική μας αλήθεια. Προσπαθούν να κάνουν «ακόμα μία προσπάθεια για να είμαστε δημοκρατικοί» και να παραμείνουμε έτσι στα χρόνια που θα έρθουν.
Πολιτική ανυπακοή και όχι ιδιωτική, όπως θα μπορούσε να καταστήσει πιστευτό μία επιπόλαιη μεταγραφή της αντίστοιχης αγγλικής έκφρασης: civil disobedience. Δεν πρόκειται μόνο για άτομα που συνειδητά θα εναντιωνόταν στην εξουσία. Αλλά για πολίτες, οι οποίοι σε μία κρίσιμη περίσταση, αναδημιουργούν την ιδιότητά τους με μία δημόσια πρωτοβουλία «ανυπακοής» προς το Κράτος.
Μία τέτοια ενέργεια ανυπακοής είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί; Είναι νόμιμη; Η έκκληση, που προωθήθηκε από τους σκηνοθέτες και υιοθετήθηκε από χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, για τη μη-εφαρμογή των διατάξεων του νόμου «Debré», που αφορούσαν στη δήλωση της διαμονής των αλλοδαπών, ήγειρε τα παραπάνω ερωτήματα. Δεν πρόκειται να σχολιασθούν εδώ οι ξεκάθαροι όροι αυτής της έκκλησης, αλλά να σχολιαστεί η αρχή που τη διέπει. Αυτό επιβάλλεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η πολιτική τάξη (με ορισμένες εξαιρέσεις) αντιμετώπισε την άποψη των υποστηρικτών της έκκλησης είτε με το να τους θέτει εμπόδια, είτε με το να τους προειδοποιεί με υπεροπτικό τρόπο. Το κράτος δικαίου, η δημοκρατική νομιμότητα, θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Θα ήθελα να διαλευκάνω την αντιπαράθεση εξετάζοντας αυτό που υπονοεί μία τέτοια ιδέα ανυπακοής σε σχέση με τον νόμο, την ιδιότητα του πολίτη και την πολιτική ευθύνη. Θα έρθει λοιπόν η ώρα να αναρωτηθούμε με ποια πλευρά είναι η νομιμότητα και η διαφάνεια σε αυτή την υπόθεση. Ο Σοφοκλής έβαζε την Αντιγόνη να πει «Οι κυρώσεις του κράτους δεν θα έπρεπε να εκτείνονται πέρα από τους άγραφους νόμους». Γνωρίζουμε από τον καιρό της θεμελίωσης των δημοκρατιών ότι μία εξουσία είναι νόμιμη στο μέτρο που δεν έρχεται σε αντίφαση με συγκεκριμένους ανώτερους νόμους της ανθρωπότητας. Ίσως η αναπαράσταση στην οποία μπορεί κανείς να προβεί για να περιγράψει τις καταβολές αυτών των νόμων έχει εξελιχθεί. Μολαταύτα, το περιεχόμενό τους μένει πάντα το ίδιο: είναι ο σεβασμός των ζωντανών και των νεκρών, η φιλοξενία, το απαραβίαστο του ανθρώπινου όντος, η μη-παραχάραξη της αλήθειας. Οι νόμοι αυτοί διακηρύσσουν τις αξίες που επιτρέπουν σε μία πολιτική κοινότητα να διακρίνει το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, και που μία κυβέρνηση ή ένα Κράτος οφείλουν να τις διαφυλάξουν με κάθε κόστος.
Τέτοιοι άγραφοι νόμοι είναι υπεράνω οποιασδήποτε περιστασιακής νομοθεσίας, και γενικότερα οποιουδήποτε θετικού νόμου. Γι’ αυτό το λόγο τη στιγμή που οι πολίτες διαπιστώνουν μία ολοφάνερη αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές νόμων, έχουν ως καθήκον να μεταφέρουν τη διένεξη στο δημόσιο χώρο, διακηρύσσοντας την υπακοή τους στους άγραφους νόμους, σε βάρος της υπακοής στο θετικό δίκαιο. Με αυτή τους την πράξη οι πολίτες αναδημιουργούν τις προϋποθέσεις μίας νομοθεσίας ή της «γενικής βούλησης». Δεν επιτίθενται στην έννοια του νόμου, αλλά την υπερασπίζουν.
Eκτος από το να υποθέτουμε κυβερνήσεις και λαούς τέλειους, μπορεί να δει κανείς καθαρά ότι εάν μία τέτοια δημόσια έκθεση των αντιφάσεων ανάμεσα στους άγραφους και στους γραπτούς νόμους δεν πραγματοποιούταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τότε η ισχύς του νόμου θα εκφυλιζόταν σε συμφέρον του Κράτους. Το τελευταίο αποτυπώνεται στην άποψη σύμφωνα με την οποία οι τυπικές προϋποθέσεις των νόμων (η υιοθέτηση τους από ένα περιοδικά εκλεγόμενο κοινοβούλιο, η συνταγματικότητά τους, κ.τ.λ), προφανώς αναγκαίες, θα ήταν επίσης και επαρκείς. Μία τέτοια καθαρά κρατικιστική αντίληψη διαφαίνεται στις δηλώσεις του υπουργού δικαιοσύνης, που μπορούν να συνοψιστούν στο παλιό ρητό «ο νόμος είναι νόμος».
Από την άλλη πλευρά, η ιστορία του δημοκρατικού κράτους στη Γαλλία, μαζί με τα επεισόδιά δειλίας και ηρωισμού που τη συνοδεύουν, από την υπόθεση Dreyfus ως την αντίσταση, και από την διακήρυξη των 121 έως τη δίκη Bodigny, δεν στερείται παραδειγμάτων της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία οι ουσιώδεις προϋποθέσεις της υπακοής στο νόμο βρίσκονται αναθεμελιωμένες μέσω της άρνησης αποδοχής των άδικων αποφάσεων της πολιτικής ή δικαστικής εξουσίας.
Με αυτό το εμφανές παράδοξο μίας θεμελιώδους παραβίασης, βρισκόμαστε στην καρδιά της σχέσης ανάμεσα στην ανυπακοή και στην ιδιότητα του πολίτη. Αυτή η σχέση όμως έχει ακόμα πιο συγκεκριμένες βάσεις στο γαλλικό σύνταγμα, καθώς το τελευταίο αρχίζει με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.
Η προαναφερθείσα σχέση δεν λειτούργησε πάντα στα πλαίσια του συντάγματος. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της δυσλειτουργίας είναι ότι το ζήτημα του να γνωρίζουμε με ποια έννοια πρέπει να εκλαμβάνονται οι διατυπώσεις της Διακήρυξης, που καταγράφουν τα «θεμελιώδη δικαιώματα» ως δεσμευτικές για το νομοθέτη, παραμένει ενοχλητικό για τους νομικούς. Καμία έκπληξη ως προς το τελευταίο καθώς η Διακήρυξη διατυπώνει αυτό που συγκροτεί τον άνθρωπο σε ενεργό πολίτη: απευθύνεται αφ’ ενός στην πολιτική δυνατότητα του λαού να μην εξουσιοδοτεί εκπροσώπους και αφ ΄ετέρου στις ευθύνες που απορρέουν από αυτή τη δυνατότητα για τα άτομα που συνθέτουν το λαό. Με αυτό τον τρόπο η Διακήρυξη αναπαριστά, μέσα στο ίδιο το σύνταγμα, την «συγκροτησιακή εξουσία» του λαού που υπερβαίνει κάθε θεμελιώδη θεσμό και συγκροτεί το δημοκρατικό χαρακτήρα του συντάγματος.
Επιπλέον, η Διακήρυξη θέτει ως δικαιώματα «φυσικά και απαράγραπτα» (άρθρο 2) «την ελευθερία, την περιουσία, την ασφάλεια και την αντίσταση στην καταπίεση». Η ιστορία είναι επιφορτισμένη να μας διδάξει τη μόνιμη επικαιρότητα αυτής της τελευταίας έννοιας, που δεν συνιστά απλά μία αναφορά στην ιδιαίτερη γλώσσα των επαναστατικών εποχών. Αντίθετα, η έννοια της αντίστασης στην καταπίεση υποβάλλεται περιοδικά σε δοκιμασία και η σημασία της αποσαφηνίζεται.
Μέσα από τις μεταπτώσεις της μεταναστευτικής πολιτικής – την οποία όλες οι εν συγχύσει βρισκόμενες κυβερνήσεις, ανάγουν σε μία πολιτική εναντίον των μεταναστών, οι οποίοι θεωρούνται εκ των προτέρων παράνομοι - θα ήταν πιθανό να ζήσουμε μία από αυτές τις κρίσιμες εμπειρίες. Το ευεργέτημα αυτής της εμπειρίας θα ήταν να ανανεώσει για την σύγχρονη γενιά την αντίληψη ότι η αντίσταση στην καταπίεση δεν αφορά μόνο στην καταπίεση στην οποία υποτάσσει κανείς τον εαυτό του, αλλά επίσης και στην καταπίεση που υποτάσσει τους άλλους. Το ότι αυτά τα δύο πρέπει να είναι αχώριστα, και το ότι αυτό πρέπει να είναι το νόημα της ελευθερίας και της ισότητας, όχι μόνο δεν το αρνείται η Διακήρυξη, αλλά, με μία προσεκτικότερη παρατήρηση, το υπονοεί.
Γνωρίζουμε ότι κανείς θα μας αρνηθεί την ευκαιρία, την ισορροπία (ο κύριος Juppé αποφεύγει να ισχυριστεί ότι ο νόμος Debré είναι δίκαιος, ή ότι είναι σωστός), δηλαδή τους αναγκαίους συμβιβασμούς με την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν συμβαδίζει με την σιωπηλή πλειοψηφία (η οποία φοβόμαστε ότι δεν αντιπροσωπεύεται από τον Jean Marie Le Pen). Ας αφήσουμε εδώ τον καθένα να στοχαστεί αυτό που παρήγε, εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, ο ρεαλισμός όσον αφορά στον έλεγχο της κυκλοφορίας εργατικού δυναμικού, στην ενσωμάτωση των ξένων στη Γαλλία ή στην διαμόρφωση του δημόσιου πνεύματος. Όλα αυτά δεν αποκλείουν το ερώτημα: η πολιτική ανυπακοή μπορεί να είναι μία πολιτικά υπεύθυνη πράξη; Κάτω υπό ποίες προϋποθέσεις;
Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη κατάσταση. Αυτή είναι η περίπτωση από τη στιγμή που ο εκφυλισμός του κράτους δικαίου οδηγεί στη διαδικασία υπέρβασης ενός ορίου, πέραν του οποίου η αρχή μίας καθημερινής διάκρισης εναντίον των ξένων και μίας επιτήρησης αυτών που τους υποδέχονται, τους βοηθούν ή συναναστρέφονται μαζί τους, θα ήταν ρητά εγγεγραμμένη στον νόμο. Γι΄ αυτό το λόγο το κυβερνητικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο προηγούμενες νομοθετικές διατάξεις προσανατολιζόταν ήδη προς αυτή τη κατεύθυνση χωρίς να έχουν αμφισβητηθεί (αυτό που μένει να δειχθεί), ακόμα και αν καταδεικνύει τις επιμερισμένες σε όλη την πολιτική τάξη ευθύνες (για ποιο λόγο να τις αποστερηθεί;) δεν στρέφεται κατά της νομιμότητας του σύγχρονου κινήματος δυσαρέσκειας. Όσο ο καιρός περνά, τόσο η κρισιμότητα οξύνεται.
Η δεύτερη προϋπόθεση, είναι ότι η έκκληση προς την πολιτική ανυπακοή, πάντα θεμελιωμένη σε μία ατομική απόφαση δεν παραμένει μία μεμονωμένη έκφραση, αλλά θέτει τη δυνατότητα μίας συλλογικής δράσης και μίας μεταβολής της πορείας των πραγμάτων. Θα εστιάσουμε σύντομα πάνω σε αυτό το σημείο. Αυτή η προϋπόθεση δεν είναι άσχετη μίας τρίτης που ισχύει καθαρά στην περίπτωση της έκκλησης των σκηνοθετών: πρόκειται για μία έκκληση αποτρεπτική. Η κυβέρνηση μπορεί ακόμα να αλλάξει γνώμη. Η ανυπακοή την οποία η κυβέρνηση αμφισβητεί, τίθεται υπό όρους: δεν αποσκοπεί στο να επισπεύσει το αδιόρθωτο, αλλά στο να το εμποδίσει ούσα αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει.
Η τελευταία προϋπόθεση είναι ότι η πολιτική ανυπακοή αποδέχεται τις συνέπειες που αρμόζουν σε αυτή: τον κίνδυνο που εμπεριέχει γι΄ αυτούς που την ασκούν, αυτό είναι ευνόητο, αλλά επίσης και τις συνέπειές της στο πολιτικό πεδίο. Όμως, η διακύβευση της στιγμής είναι η επάνοδος του φασισμού στη Γαλλία και η ακούραστη διεκδίκηση μίας ξενοφοβικής νομοθεσίας συνιστά ένα ουσιώδες συστατικό αυτής της επανόδου. Ορισμένοι απευθύνονται σε αυτούς που υπέγραψαν την έκκληση των σκηνοθετών λέγοντας τους ότι με το να αποδεικνύετε αυτό που επικαλείται η άντι-Γαλλία, ή με το να θέτετε εμπόδια στην μάχη εναντίον της παράνομης μετανάστευσης που είναι η δικαιολογία πάνω στην οποία το εν λόγω κίνημα κεφαλαιοποιεί, μεταφέρετε νερό στο μύλο του φασισμού. Το παραπάνω επιχείρημα υποθέτει την αποδοχή ότι η δημοκρατία μπορεί και επιβιώνει εφαρμόζοντας την πολική των αντιπάλων της, και ενισχύει την θέση της αρνούμενη ,στο όνομα της εθνικής συναίνεσης να αποφασίσει ανάμεσα σε ασυμφιλίωτες αρχές. Αυτοί που υπερασπίζονται την ελευθερία της διακίνησης, το καθήκον της φιλοξενίας, τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των κατοίκων, πραγματοποιούν, το βλέπει κανείς, τον αντίστροφο συλλογισμό. Ζητούν από όλους εμάς να επιλέξουμε το δικό μας στρατόπεδο, τη δική μας αλήθεια. Προσπαθούν να κάνουν «ακόμα μία προσπάθεια για να είμαστε δημοκρατικοί» και να παραμείνουμε έτσι στα χρόνια που θα έρθουν.