ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ – ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα αλλά παντού. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα αλλά παντού. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».