«...κανείς σοβαρός επιστήμονας σήμερα δεν μπορεί να την αποδείξει»

α) Η χριστιανική κοσμολογία
Όλοι μας έχουμε κάποτε ακούσει το ότι «ο Θεός εκ του μηδενός εδημιούργησε τον κόσμο». Αύτη την αλήθεια επαναλαμβάνει το «Σύμβολο» μας, όταν διακηρύττει ότι ο Θεός Πατέρας είναι και «ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Το θέμα αυτό συνιστά για πολλούς πρόβλημα. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να δεχθούν αύτη την εξήγηση στο ερώτημα πώς έγινε τούτος ο κόσμος. Ίσως και αυτή τους η ανετοιμότητα να είναι και μια διαφυγή τους από την επιτακτική λύση στο πρόβλημα του Θεού. Ωστόσο το ζήτημα του ποιος και πώς εδημιούργησε τον κόσμο δεν είναι παρωνυχίδα αλλά κεντρικό θέμα της ζωής μας. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει διερωτηθεί επανειλημμένως και να μην έχει εκφράσει την επιθυμία του να μάθει για την προέλευση του σύμπαντος, για την εμφάνιση της ζωής στον πλανήτη, για τον κόσμο και για τον άνθρωπο. Απόδειξη αυτού είναι ότι από πολύ παλιά η φιλοσοφία καταπιάσθηκε με το πρόβλημα και ύστερα και η επιστήμη, που με τις περιωρισμένες δυνατότητές της κινούμενη μέσα στο χώρο της Φυσικής πασχίζει να αξιολογήσει τα δεδομένα της φύσης, που είναι αισθητά, για να καταλήξει στη διατύπωση κάποιας πρότασης που θα ικανοποιεί την ανθρώπινη περιέργεια. Στην προσπάθεια του αυτή ο άνθρωπος δεν έμεινε χωρίς ανταμοιβή. Ο νους του εσχεδίασε και η γνώση του εμεθόδευσε την ανίχνευση των πηγών της ζωής, την προέλευση του κόσμου όλου.

β) Η αξία της επιστήμης

Ποιος δεν γνωρίζει ή δεν αναγνωρίζει τις αλματώδεις προόδους που έχει κάνει η επιστήμη στον τομέα αυτόν; Και όχι μόνο μία, αλλά πολλές επιστήμες σήμερα αλληλοφωτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται στην κοινή προσπάθεια ανακάλυψης των αρχών της ζωής. Είμαστε ευγνώμονες στην επιστήμη για τις έρευνές της καθώς και για τη συνεχιζόμενη προσπάθειά της να εξαντλήσει όλα τα όρια του επιστητού και να αποκαλύψει όλα τα μυστικά της Δημιουργίας. Δεν πρέπει όσοι είμαστε πιστοί να φοβόμαστε τις προόδους της επιστήμης, αντίθετα εμείς περιμένουμε από αυτήν πορίσματα και προτάσεις που στερεώνουν μέσα μας την πίστη. Ωστόσο δεν αγνοούμε ότι στο παρελθόν, και μάλιστα τον περασμένο αιώνα, εξεπήγασε μέσα από ορισμένα επιστημονικά εργαστήρια η αμφισβήτηση της Γραφής που κράτησε αρκετά. Ήταν η εποχή που «μυθοποιήθηκε» η επιστήμη σαν παντοδύναμη και ικανή να δώσει απάντηση στα καίρια ερωτηματικά του ανθρώπου. Οι εκπληκτικές πρόοδοι της εθάμπωσαν τους ανθρώπους και στήριξαν επάνω της ελπίδες περισσότερες εκείνων που αυτή είχεν εξ αντικειμένου τη δύναμη να ικανοποιήσει. Στις ημέρες μας αυτές οι πρόοδοι στάθηκαν κρίσιμες για τη συνείδηση μας. Εκεί που θεωρείς την σχεδόν παντοδυναμία του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη έρχεται ένα ατύχημα στον αμερικανικό «Τσέλλεντζερ» ή στο σοβιετικό Τσερνομπίλ για να καταδείξει την τελική αδυναμία του ανθρώπου να γίνει παντοδύναμος. Εκπληκτικά τα επιστημονικά του επιτεύγματα, αλλά και συγκλονιστικές οι στιγμές της αμήχανης αδυναμίας του. Τα ίδια τα έργα των χειρών του τον προδίδουν και του υπενθυμίζουν τη σχετικότητα και μηδαμινότητά του.
Ιερό δώρο, λοιπόν, στον άνθρωπο η επιστήμη, αλλά με σχετικές και όχι απόλυτες διαστάσεις. Στέκεται στο όριο ανάμεσα στα φυσικά και μεταφυσικά. Με όπλα την παρατήρηση, το πείραμα και τον μαθηματικό λογισμό προσπαθεί να εξιχνιάσει τα δρώμενα και μη ορώμενα. Μα περιορισμένος πάντοτε ο ορίζοντας της. Για τούτο ο θαυμασμός γι' αυτήν που εμεσουράνησε τον 19ον αιώνα σήμερα πια παρεχώρησε τη θέση του σε μια προσγειωμένη θεώρηση της, περιορισμένη στα φυσικά της όρια. Η αναζήτηση ωστόσο ερεισμάτων αθεΐας στα επιστημονικά πορίσματα δεν έπαυσε και σήμερα ακόμη να αποτελεί φαινόμενο, που βέβαια μπορεί μεν να μην επιβιώνει μέσα στα επιστημονικά εργαστήρια, όμως εξακολουθεί να επιζεί στη φαντασία μερικών, που διατείνονται πώς μπορεί η επιστήμη να αποφανθεί με κύρος και αυθεντία για την ύπαρξη η την ανυπαρξία του Θεού. Όμως εμείς, χωρίς να αρνούμεθα στην επιστήμη τις αληθινές της διαστάσεις, παίρνοντας την όπως είναι, στηριζόμαστε πολλές φορές σ' αυτήν για να επιβεβαιώσουμε όσα η Γραφή μας πληροφορεί για την αρχή του κόσμου και για τη δημιουργία του ανθρώπου.

γ) Γιατί ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο

Ένα πρώτο ερώτημα που αναδύεται από τη θρησκεύουσα συνείδηση μας είναι το γιατί τάχα ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο. Ποια ανάγκη Τον ώθησε στην απόφασή Του αυτή; Γιατί, μια και δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από το μηδέν, θέλησε ο Θεός να κτίσει την πλάση; Τα ερωτήματα φαίνονται εκ πρώτης όψεως περίεργα ή και ανόητα. Τι μας ενδιαφέρει εμάς το κίνητρο του Θεού; Όμως σκεπτόμαστε ανθρώπινα. Κανείς μας δεν αποφασίζει να κάνει κάτι αν δεν έχει στο μυαλό του ένα συγκεκριμένο σκοπό. Πως ο Θεός θα μπορούσε να αποτελέσει εδώ εξαίρεση;
Την απάντηση στο περίεργο αυτό ερώτημα τη βρίσκουμε θεωρώντας εμάς που είμαστε εικόνα του Θεού. Εμείς κάνουμε κάτι για κάποιον άλλον που είναι καλό, γιατί τον αγαπάμε. Η αγάπη είναι το κίνητρο μας. Μήπως και ο Θεός από αγάπη έκανε τον κόσμο; Αυτό είναι αλήθεια. Ούτε από ανάγκη, ούτε από σκοπιμότητα ενήργησε ο Θεός, άλλα από αγάπη. «Το να αγαπάς -γράφει ο π. Κάλλιστος Γουέαρ- σημαίνει να μοιράζεσαι, -όπως τόσο καθαρά μας έχει δείξει το Τριαδικό δόγμα: ο Θεός δεν είναι μόνο ένας μέσα σε τρεις, επειδή είναι μια κοινωνία προσώπων, που μετέχουν με αγάπη το ένα στο άλλο. Ο κύκλος της θεϊκής αγάπης όμως δεν έχει παραμείνει κλειστός. Η αγάπη του Θεού είναι, στην κυριολεκτική σημασία της λέξης «εκστατική» -μια αγάπη που κάνει το Θεό να βγαίνει από τον εαυτό του και να δημιουργεί πράγματα διαφορετικά από τον ίδιο. Από εκούσια εκλογή ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο με «εκστατική» αγάπη, έτσι ώστε να υφίστανται εκτός απ' τον ίδιο άλλες υπάρξεις για να μετέχουν στη ζωή και στην αγάπη που είναι δικά του» (Καλλίστου Γουέαρ: Ο ορθόδοξος δρόμος, σ. 52).

δ) Αναπόδεικτες κοσμολογικές θεωρίες

Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο κόσμος έγινε τυχαία και όχι από το Θεό. Η υπόθεση αυτή δεν βρίσκει επιστημονικό έρεισμα. Τίποτε στον κόσμο αυτό δεν έγινε από μόνο του, τυχαία. Όπως βλέποντας το καράβι σκέπτεσαι τον ναυπηγό, και θεωρώντας το κτίριο ανάγεσαι στον κτίστη, και θαυμάζοντας ένα ρολόγι επαινείς τον κατασκευαστή του, έτσι και βλέποντας τον κόσμο ο νους σου πηγαίνει στον δημιουργό του. Ούτε τα άψυχα, ούτε πολύ περισσότερο τα έμψυχα και έμβια όντα έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να γίνουν από μόνα τους, τυχαία. Αν ούτε μία καρφίτσα δεν κατασκευάζεται μόνη της, πώς θα παραδεχθούμε την αυτόματη γένεση του κόσμου η της ζωής; Δεν είναι παράλογη μια τέτοια υπόθεση;

Άλλοι υποστηρίζουν την εξέλιξη. Η γνωστή θεωρία του Δαρβίνου δεν λύνει το πρόβλημα. Η εξέλιξη αυτή δεν περιορίζεται στην ποιότητα, εγγίζει και το είδος. Τέτοια εξέλιξη δεν έχει επιστημονικά αποδειχθεί. Η μετατροπή δηλ. από είδους σε είδος. Είναι κάτι που κανείς σοβαρός επιστήμονας σήμερα δεν μπορεί να αποδείξει. Στην περίπτωση του ανθρώπου δεν μπορεί επιστημονικά να αποδειχθεί ότι ο πίθηκος ήταν ο πρόγονος του ανθρώπου. Ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον πίθηκο και στον άνθρωπο δεν έχει βρεθεί. Σήμερα η θεωρία του Δαρβίνου έχει δεχθεί τόσα επιστημονικά πλήγματα που δεν μπορεί πια να σταθεί στα πόδια της. Και ο νεοδαρβινισμός είναι και αυτός ανεπαρκής.
ε) Ο Θεός είναι η αιτία της δημιουργίας

Ο Θεός, κατά τη θεία αποκάλυψη, είναι ο δημιουργός του κόσμου και του άνθρωπου. Αυτό σημαίνει ότι η ύλη δεν είναι αιώνια, πως υποστήριζαν οι Μανιχαίοι και ο Μαρκίων, και ότι δεν έχει αυθυπαρξία. Η αιτία της υπάρξεως της δεν είναι μέσα της αλλά εκτός της. Το ότι ο Θεός εδημιούργησε τα κτιστά όλα σημαίνει ακριβώς τούτο, ότι αυτός είναι η αιτία τους και ότι τα εδημιούργησε για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ο κόσμος είναι προϊόν της σοφίας του Θεού, δεν έγινε μόνος του, έχει αρχή και επομένως και τέλος και έχει σχετική αυτοτέλεια.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη