PSI: στο φως της επόμενης μέρας

Αν έπρεπε να έχουμε μάθει ένα πράγμα όλοι μας τα τελευταία δύο χρόνια, αυτό είναι το εξής απλό μάθημα: Όλες οι ως τώρα επίσημες εκτιμήσεις, οι θριαμβευτικές ανακοινώσεις, οι προβλέψεις ανάκαμψης, όλη η συζήτηση που εκπορεύεται από την κυβέρνηση και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης εδώ και δύο χρόνια, τελικά προσκρούουν στον κυματοθραύστη της πραγματικότητας, ακυρώνονται εκ των πραγμάτων, ξεπερνιόνται από την ιστορία.
Μαζί με όλους, θέλω να ελπίζω ότι, αν όχι τώρα, σύντομα, αυτός ο θλιβερός κύκλος θα κλείσει και μαντάτα που διαφημίζονται ως καλά να αποδειχθούν ότι είναι όντως καλά. Έως τότε, όσο και να διαφωνούμε ως προς το τι πρέπει να γίνει, τι προκρίνει το συμφέρον της πατρίδας, σε ένα πρέπει να συμφωνήσουμε: Δεν δικαιολογείται πλέον σε κανέναν μας η άκριτη αποδοχή της «επίσημης εκδοχής»
των πραγμάτων.
Στις γραμμές που ακολουθούν προτείνω μια οπτική γωνία από την οποία μπορούμε, και πρέπει, να ερμηνεύσουμε τις τελευταίες εξελίξεις για το PSI και την νέα δανειακή συμφωνία ανεξάρτητα του αν συμφωνούμε με την πολιτική που ακολουθεί ή πρέπει να ακολουθεί η κυβέρνηση (ή ακόμα και η Ευρώπη στο σύνολό της). Δεν θα συμφωνήσουμε για το τι πρέπει να γίνει. Τουλάχιστον ας συμφωνήσουμε για το τι «παίζεται».
Σύντομο βιογραφικό του κουρέματος
Από τον Μάρτιο του 2010 και για ενάμιση χρόνο, σε αυτές τις σελίδες και αλλού, επιχειρηματολογούσα ότι, εφόσον η Ευρώπη δεν επανασχεδιάζει το ευρωσύστημα, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αναδιαρθρωθεί, θα «κουρευτεί», θα διαγραφεί μερικώς. Δεν ήταν θέμα επιθυμίας ή επιλογής. Απλά, το «κούρεμα» δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Εκείνη την εποχή η οποιαδήποτε συζήτηση περί «κουρέματος» αντιμετωπιζόταν από κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΚΤ, ΕΕ και τα «σοβαρά» μέσα ενημέρωσης ως αιρετική, επικίνδυνη, δημαγωγική.
Όταν η μακρά άρνηση της πραγματικότητας κάποια στιγμή υποχώρησε υπό το βάρος της αλήθειας, η αναδιάρθρωση (ή, επί το λαϊκότερον, το «κούρεμα») έγινε αποδεκτή από τους ισχυρούς της Ελλάδας και της Ευρώπης σε δύο δόσεις. Τον περασμένο Ιούλιο την αποδέχθηκαν επί της αρχής, με την πρώτη πρόταση μιας πολύ μικρής αναδιάρθρωσης που δεν θα άγγιζε την ονομαστική αξία των ομολόγων (αλλά που θα επιμήκυνε τις αποπληρωμές και για μείωνε το επιτόκιο). Κατόπιν ήρθε το κυρίως πιάτο, τον Οκτώβριο του 2011, με την ιδέα ενός «κουρέματος» τουλάχιστον 50% επί της ονομαστικής αξίας του χρέους (που δεν είχε ήδη περάσει στην τρόικα). Από τότε, η πάλαι ποτέ «απαγορευμένη» αναδιάρθρωση, το «κούρεμα»-ταμπού, έχει αναχθεί σε εθνική και ευρωπαϊκή υπόθεση και η κοινή γνώμη ταλαιπωρείται με τη φιλολογία περί ποσοστών «εθελοντικής» συμμετοχής, ενεργοποίηση CAC, πυροδότηση CDS κλπ.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Πλην ενός: Κατά πόσον την «επόμενη μέρα» το ελληνικό χρέος θα είναι βιώσιμο. Επειδή τις τελευταίες μέρες η συζήτηση τείνει να γίνει γελοιωδώς περιπεπλεγμένη, επιτρέψτε μου να προσπαθήσω μια απλοποίηση (χωρίς καμία υπεραπλούστευση).
Η διαφορά ενός «καλού» κι ενός «αποτυχημένου» κουρέματος
Έστω ένα «κούρεμα» της τάξης του Χ% ενός συγκεκριμένου χρέους το οποίο το αποδέχεται ο δανειστής επειδή συνειδητοποιεί ότι ο υπόχρεος αδυνατεί να αποπληρώσει το συνολικό ποσό όχι μόνο σήμερα αλλά διαχρονικά. Πότε λέμε ότι το «κούρεμα» πέτυχε τον στόχο του; Όταν το εναπομείναν χρέος (100-Χ)% μπορεί να εξυπηρετηθεί από τον πτωχευμένο. Δηλαδή, το Χ πρέπει να είναι παράλληλα (α) το ελάχιστο δυνατόν (από την πλευρά του δανειστή) και (β) αρκετά μεγάλο για να είναι βιώσιμο το χρέος που απομένει μετά το «κούρεμα». (*)
Ας εξετάσουμε την σημερινή συγκυρία μέσω μιας αλληγορίας: Έστω ότι ο Λουκάς χρωστά €100 χιλιάδες στην τράπεζα. Το χρέος αυτός συσσωρεύεται χρόνια τώρα και πρόσφατα, λόγω μείωσης των εισοδημάτων του, όλοι κατανοούν ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Έρχεται λοιπόν το «κούρεμα» στο οποίο η τράπεζα συναινεί επειδή προτιμά να εισπράξει κάποιο μέρος των εκατό χιλιάρικων παρά τίποτα. Έτσι Λουκάς και τράπεζα συμφωνούν ότι:
- ο Λουκάς θα καταβάλει στην τράπεζα €15 χιλιάδες μετρητά,
- ο Λουκάς θα δώσει στην τράπεζα έντοκα γραμμάτια (με επιτόκιο μεταξύ 3% και 4,5%) των €32 χιλιάδων (τα οποία δεσμεύεται να αποπληρώσει σε βάθος χρόνου)
- η τράπεζα δέχεται να διαγράψει τα υπόλοιπα €53 χιλιάδες χρέους.
Για να γίνουν τα παραπάνω, ο Λουκάς θα πάρει νέο μεγάλο δάνειο από δεύτερη τράπεζα για να μπορεί: (α) να δώσει τις €15 χιλιάδες στην πρώτη τράπεζα, (β) να εξυπηρετεί τα νέα γραμμάτια των €32 χιλιάδων και (γ) να καλύπτει όπως-όπως κάποια από τα λειτουργικά του έξοδα τα οποία δεν μπορεί, προς το παρόν, να καλύψει μέσα από τα πενιχρά του εισοδήματα.
- Ερώτημα: Κατέστη το χρέος του Λουκά βιώσιμο μετά από αυτό το κούρεμα;
- Απάντηση: Εξαρτάται από το εάν τα επόμενα χρόνια το εισόδημά του επαρκεί για να επιβιώνει ώστε να εργάζεται ώστε να έχει εισοδήματα ώστε και να επιβιώνει και να αποπληρώνει τα δανεικά του (στην πρώτη και στην δεύτερη τράπεζα).
Ως εδώ νομίζω ότι όλοι μας μπορούμε να συμφωνήσουμε, ανεξάρτητα του αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την σύναψη της εν λόγω δανειακής συμφωνίας. Η διαφωνία μας έγκειται στο εάν η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι εν δυνάμει καταφατική ή αρνητική. Ας μην αφεθούμε όμως ακόμα στην διαφωνία. Ας προσπαθήσουμε για λίγο ακόμα να παραμείνουμε στο πλαίσιο του «κοινού τόπου», της κοινής ανάλυσης της κατάστασης.
Στην υποθετική περίπτωση του Λουκά, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ένδειξη για το κατά πόσον το χρέος τους κατέστη βιώσιμο ή όχι από την συμφωνία κουρέματος. Είναι η εξής: Η αξία των νέων γραμματίων των €32 χιλιάδων (που ανέλαβε ο Λουκάς ως μέρος της συμφωνίας του με την αρχική τράπεζα)! Αυτά τα γραμμάτια αποτελούν, μην ξεχνάμε, περιουσιακό στοιχείο για την τράπεζα που τα κατέχει. Έχουν αξία καθώς ο κάτοχος ενός τέτοιου γραμματίου έχει «λαμβάνειν» από τον Λουκά. Εφόσον η «αγορά» πιστεύει πως το χρέος του Λουκά έχει καταστεί βιώσιμο, η τράπεζα θα μπορούσε να τα πουλήσει σε ιδιώτες επενδυτές άμεσα σε τιμή πολύ κοντά στην ονομαστική τους αξία. Γιατί να τα αγοράσουν οι επενδυτές; Επειδή δίνουν, σε μια εποχή ελάχιστων επιτοκίων, επιτόκιο πάνω από 3%. Αν οι επενδυτές πίστευαν ότι το χρέος του Λουκά είναι πλέον βιώσιμο, κάθε ένα από αυτά τα γραμμάτια ονομαστικής αξίας π.χ. €100 θα έπρεπε να πωλείται προς €100 (ίσως και περισσότερο αν οι επενδυτές δεν μπορούν να βρουν επιτόκια πάνω από 3% σε άλλες μορφές «σίγουρων» επενδύσεων). Με άλλα λόγια, κι εδώ δεν χωρά η μεταξύ μας διαφωνία, μια ένδειξη του πόσο βιώσιμο είναι πλέον το χρέος του Λουκά δεν είναι άλλη από την απόκλιση της τιμής που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν οι ιδιώτες για ένα από αυτά τα γραμμάτια των €100 από τα… €100. Όταν αυτή η απόκλιση είναι μηδενική τότε συμπεραίνουμε ότι η «αγορά», οι ιδιώτες, κρίνουν συλλογικά πως ο Λουκάς μπορεί να εξυπηρετήσει το μετά το «κούρεμα» χρέος του. Αν όμως τα γραμμάτια των €100 δεν μπορούν να πωληθούν για πάνω από €50, τότε έχουμε ένα δεύτερο ντε φάκτο «κούρεμα» που προκύπτει, ουσιαστικά, από την εκτίμηση των ιδιωτών ότι η πιθανότητα μη αποπληρωμής των νέων γραμματίων του Λουκά φτάνει το 50%.
Έως εδώ συμφωνούμε όλοι. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν οι διαφορετικές ερμηνείες. Η κυβέρνηση λέει ότι το επιχειρούμενο κούρεμα (εφόσον ευοδωθεί πλήρως) θα καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Το ίδιο λένε (επισήμως) και οι Ευρωπαίοι ηγέτες μας (αν και κανείς τους δεν το πιστεύει, ούτε και επαναλαμβάνει αυτή την πρόβλεψη όταν οι κάμερες και τα μικρόφωνα είναι σβηστά). Οι αγορές τι λένε; Δηλώνουν ότι οι πιθανότητες αποπληρωμής του νέου χρέους δεν ξεπερνούν το 20%! Μάλιστα, φίλες και φίλοι. Τα νέα γραμμάτια (ή ομόλογα), του αγγλικού μάλιστα Δικαίου (το οποίο υποτίθεται ότι εξασφαλίζει καλύτερα του δανειστές του ελληνικού δημοσίου), αυτή την στιγμή αξιολογούνται στις διεθνείς αγορές σε τιμές που βρίσκονται κοντά στο 15% της ονομαστικής τους αξίας.
Ποιος νομίζετε ότι έχει δίκιο; Οι αγορές ή ο κ. Βενιζέλος; Προσωπικά, δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην κρίση των αγορών (μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα αξιολογούσαν το ελληνικό χρέος ως περίπου αξιόπιστο). Όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να πω ότι μάλλον οι αγορές έχουν δίκιο. Γιατί; Επειδή ο κ. Βενιζέλος, για να βγει σωστός, θα πρέπει να πετύχει έναν άθλο που κανείς υπουργός οικονομικών στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει πετύχει: την αναστροφή της μεγέθυνσης του ΑΕΠ από το -7,5% στο +2% εντός μηνών και μάλιστα σε μια περίοδο βάναυσης μείωσης των δημόσιων δαπανών και εσόδων.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη