Παρακαλούμε με προσοχή διαβάστε το παρακάτω κείμενο.Το κείμενο παρουσιάζεται αυτούσιο συμπεριλαμβανομένων των παραπομπών.
Στις απόψεις που παρουσιάζονται στον ευρείας κυκλοφορίας ελληνικό Τύπο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός λαθεμένων αντιλήψεων και μύθων σχετικά με τα αίτια και τις συνέπειες της κρίσης, καθώς και με τις πολιτικές τις διαθέσιμες για την καταπολέμησή της. Μερικές από τις αντιλήψεις αυτές αναπαράγονται συνειδητά από την κυβέρνηση και τον Τύπο παρ’ ότι ξέρουν πως δεν είναι σωστές. Ενώ κάποιες άλλες είναι κατά τα φαινόμενα απόψεις που συμμερίζονται τόσο κυβερνητικοί αξιωματούχοι όσο και η πλειοψηφία του Τύπου.
Πολλοί Έλληνες που δεν είναι οικονομολόγοι ή ειδικοί καταλαβαίνουν, συνειδητά ή ενστικτωδώς, ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα με την κυρίαρχη άποψη, αλλά δεν έχουν τις γνώσεις να επιχειρηματολογήσουν τεκμηριωμένα ενάντια σ’ αυτές τις αντιλήψεις. Επιπλέον, πολλοί που έχουν τις γνώσεις και θα μπορούσαν να το κάνουν είτε αυτολογοκρίνονται είτε δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στον ευρείας κυκλοφορίας Τύπο.
Ένα μέρος αυτών των αντιλήψεων επικρατεί επίσης στον διεθνή Τύπο και αναπαράγεται από Ευρωπαίους πολιτικούς, τραπεζίτες και δημοσιογράφους. Νομίζω πως, κατά περίεργο τρόπο, υπάρχει λιγότερη συζήτηση και αμφισβήτηση αυτών των λαθεμένων αντιλήψεων μέσα στις χώρες της Ευρωζώνης παρά έξω από αυτές. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που παρατηρούν τα πράγματα απ’ έξω διστάζουν λιγότερο να προβούν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση των προβλημάτων της Ευρωζώνης και της Ελλάδας.
Θα αναλύσω τους εξής επτά μύθους;
• Μύθος 1ος: Στάση πληρωμών ή «χρεοκοπία» θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.
• Μύθος 2ος: Ο στόχος της τρόικας είναι να «σώσει» την Ελλάδα.
• Mύθος 3ος: Η κύρια αιτία της κρίσης είναι η διαφθορά των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους.
• Μύθος 4ος: Αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν ικανή, οι στόχοι του Μνημονίου δεν θα αποτύγχαναν.
Μύθος 5ος: Ακολουθώντας τις συνταγές της τρόικας η Ελλάδα θα επιστρέψει στον δρόμο της ευημερίας.
• Μύθος 6ος: Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα ήταν το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα.
• Μύθος 7ος: Στις διαπραγματεύσεις της με την τρόικα η ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ μικρή διαπραγματευτική ισχύ.
Θα επιχειρηματολογήσω διαδοχικά εναντίον κάθε μύθου και στο τέλος θα εκθέσω κάποια συμπερασματικά σχόλια.
Μύθος1ος: Στάση πληρωμών ή «χρεοκοπία» θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.
Απ’ την αρχή της κρίσης αυτός ο μύθος είναι πιθανότατα ο πιο συχνά και συστηματικά επαναλαμβανόμενος από τον κ. Παπανδρέου και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τον Φεβρουάριο του 2010, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τέτοιες διατυπώσεις, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε ότι κυβερνητικοί παράγοντες θα συνέχιζαν να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο χωρίς αντίλογο για τόσον καιρό.
Ας σημειωθεί εξ αρχής πως η συμφωνία της 21ης Ιουλίου περιλαμβάνει μια διάταξη την οποία ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη αποκαλέσει «επιλεκτική χρεοκοπία» και με την οποία οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων υποτίθεται θα δέχονταν ένα «κούρεμα» 21% μέσω της επιμήκυνσης των ομολόγων τους και χαμηλότερο επιτόκιο. Εξ ου και η κινδυνολογία περί στάσης πληρωμών και «χρεοκοπίας» δεν έχει νόημα αφού ο Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη παραδεχθεί πως η κυβέρνησή του συμφώνησε να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου επιβάλλει ένα μεγαλύτερο κούρεμα 50%, αν και αυτά τα νούμερα δεν αποτελούν σοβαρή ένδειξη της πραγματικής μείωσης του χρέους2.
2( Ένα κούρεμα 50% δεν θα έφερνε σημαντική μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Υπάρχουν δύο ζητήματα με τη (υπερβολική φιλολογία περί κουρεμάτων. Πρώτον, δεν ισχύουν για χρέη προς την τρόικα ή για ομόλογα που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ και ίσως κάποιοι άλλοι δημόσιοι φορείς. Έτσι, ένα κούρεμα 50% αυτού του μέρους του χρέους θα εφαρμοζόταν σε ένα τμήμα του συνολικού χρέους. Δεύτερον, ένα κούρεμα 50% του εναπομείναντος χρέους δεν σημαίνει 50% μείωση του αρχικού κεφαλαίου [αρχικού ποσού του δανείου] (αν και θα έπρεπε να ήταν έτσι αν επρόκειτο για μια καθαρή μείωση της λογιστικής αξίας του χρέους [write-down]). Αντί γι’ αυτό, έχουμε να κάνουμε με ένα συνδυασμό επιμήκυνσης των ομολόγων (π.χ., διπλασιασμό από τα 15 στα 30 χρόνια) μέσω έκδοσης νέων ομολόγων με χαμηλότερο επιτόκιο και μια ίσως μικρή μείωση του αρχικού κεφαλαίου. Οπότε, το «εκτιμώμενο» κούρεμα εξαρτάται από το προεξοφλητικό επιτόκιο και όσο ψηλότερο είναι αυτό, τόσο πιο μικροσκοπική είναι η Παρούσα Αξία των πληρωμών που τα ομόλογα θα φέρουν στο μέλλον και ως εκ τούτου τόσο μεγαλύτερο το εννοούμενο ή εκτιμώμενο «κούρεμα» σήμερα. Στη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε προεξοφλητικό επιτόκιο 9% για να φτάσουν στο υποτιθέμενο κούρεμα του 21%, ενώ ένα πιο συνηθισμένο προεξοφλητικό επιτόκιο (σαν αυτά που ισχύουν στην αγορά) θα έβγαζε σε ένα περίπου 10% του χρέους προς ιδιώτες. Άρα, δεν μπορούμε να υπολογίσουμε ακριβώς την πραγματική μείωση του χρέους αν δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιο μέρος του χρέους εξαιρείται από τις διαπραγματεύσεις, τους ακριβείς όρους με τους οποίους τα παλαιά ομόλογα ανταλλάσσονται με νέα και το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς).
Η σύγχυση αυτή μπορεί να οφείλεται και στη χρήση του όρου «χρεοκοπία», η οποία έχει άσχημες συμπαραδηλώσεις στα ελληνικά, ιδιαίτερα όσον αφορά την ατομική χρεοκοπία. Φέρνει στον νου εικόνες απόλυτης φτώχειας, ίσως ακόμη και μισθωτής δουλείας (indentured servitude). Για τον σύγχρονο καπιταλισμό, όμως, η χρεοκοπία και η στάση πληρωμών μαζί με την περιορισμένη ευθύνη είναι σημαντικά χαρακτηριστικά3. Με την περιορισμένη ευθύνη για τον δανειολήπτη, είναι ευθύνη και του δανειστή – όχι μόνο του δανειολήπτη – να αποπληρωθούν τα δάνεια. Αυτό, κατ’ αρχήν, εξασφαλίζει πως δεν θα συναφθούν υπερβολικά πολλά «κακά» δάνεια και η οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ δείχνει τι συμβαίνει όταν οι δανειστές δεν δείχνουν τη δέουσα υπευθυνότητα. Έτσι, στάση πληρωμών και χρεοκοπία είναι για άτομα και επιχειρήσεις κρίσιμα χαρακτηριστικά της λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αν ο δανειστής δεν είναι προσεκτικός στην επιλογή των δανειοληπτών του, είναι οικονομικά ορθό αλλά και δίκαιο να ζημιωθεί.
Αλλά υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διαφορές ανάμεσα σε στάση πληρωμών και χρεοκοπία, από τη μια, ατόμων ή εταιρειών και, από την άλλη, κυρίαρχων κρατών. Πρώτον, τα κράτη δεν χρεοκοπούν κυριολεκτικά, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ανώτερη υπερεθνική τελική αρχή και δικαστήριο που θα αποφασίσει και θα επιβάλλει το πώς τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας θα κατανεμηθούν ανάμεσα στους διάφορους πιστωτές και τι θα παραμείνει στην κυριότητα της χώρας. Αντί γι’ αυτό, ομόλογα και δάνεια εκδίδονται σύμφωνα με τη νομοθεσία συγκεκριμένων χωρών αλλά με την τελική εφαρμογή να είναι δύσκολη επειδή τα κράτη είναι κυρίαρχες οντότητες. Όπως είναι αναμενόμενο όμως όταν εμπλέκονται μεγάλα συμφέροντα, πόζα, διαπραγματεύσεις, ακόμη και διπλωματία κανονιοφόρων μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους σχετικά με τι γίνεται σε περίπτωση στάσης πληρωμών. Νομικά, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους που συνάφθηκε πριν το 2010 διέπεται από τους ελληνικούς νόμους. Στην περίπτωση στάσης πληρωμών αυτού του χρέους, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την τελική δικαιοδοσία. Το χρέος προς την τρόικα ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ έχει συναφθεί σύμφωνα με τους αγγλικούς νόμους και στάση πληρωμής αυτού του χρέους θα ήταν σημαντικά δυσκολότερη εκείνου που συνάφθηκε με βάση τους ελληνικούς νόμους. Αν επικυρωθεί η συμφωνία της 21ης Ιουλίου ή της 26ης Οκτωβρίου, οι κάτοχοι ομολόγων θα πάρουν ομόλογα που θα διέπονται από τους αγγλικούς και όχι τους ελληνικούς νόμους, κάτι που θα καταστήσει περαιτέρω «κουρέματα» δυσκολότερα.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά του κρατικού χρέους από άλλα χρέη είναι πως συνάπτεται και ελέγχεται από κυβερνητικούς αξιωματούχους εκ μέρους της χώρας και του λαού της. Μπορεί, όμως, να υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα συμφέροντα των κυβερνητικών αξιωματούχων και στα συμφέροντα της χώρας και του λαού της. Μια ακραία περίπτωση τέτοιας διαφοράς συμφερόντων ήταν αυτή του πρώην προέδρου του Ζαΐρ, Μομπούτου, όπου τα διεθνή δάνεια εκτρέπονταν κυρίως προς ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, με
3 (Αν, όπως τον παλιό καιρό, ο δανειστής μπορούσε να διεκδικήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία ενός δανειολήπτη ή ακόμη και να τον καταστήσει δουλοπάροικο του ώστε να εξασφαλίσει πλήρη αποπληρωμή, τότε ο δανειστής δεν θα είχε κίνητρο να παρέχει δάνεια με υψηλές πιθανότητες αποπληρωμής και θα χρησιμοποιούσε τον δανεισμό κυρίως ως μια μορφή απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη, συμπεριλαμβανομένης πιθανόν και της εργασίας του.)
τη χώρα να μη βλέπει οφέλη και να επιβαρύνεται με την αποπληρωμή των δανείων. Αλλά ακόμη και κατ’ όνομα τουλάχιστον εκλεγμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπορούν να αναμειχθούν σε δάνεια που είναι παράνομα ή ειδεχθή και έτσι να υπάρχει νομική ή ηθική βάση για ακύρωση τέτοιων δανείων. Δεδομένων των πολυάριθμων σκανδάλων που συντάραξαν και τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά όλα τα χρέη της Ελλάδας που είχαν συναφθεί τα προηγούμενα χρόνια για το αν είναι ίσως παράνομα και ειδεχθή. Για παράδειγμα, οι συμβάσεις με τις τράπεζες επενδύσεων που εγγυήθηκαν τις εκδόσεις ομολόγων και τα αρχεία όπου καταγράφτηκε η εφαρμογή τους πρέπει να ανοιχτούν ως ζήτημα στοιχειώδους διαφάνειας και δημοκρατικής ευθύνης.
Η τρίτη διαφορά είναι ότι ένα κρατικό χρέος σπάνια, αν ποτέ, χρειάζεται ρητές εγγυήσεις. (Βέβαια, μια πρόσφατη εξαίρεση είναι η απαίτηση της Φινλανδίας για εγγυήσεις από την Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει στον μηχανισμό σταθερότητας EFSF.) Παρά τη συνηθισμένη απουσία εγγυήσεων, πάντως, ιστορικά έχει αποδειχτεί δύσκολη η πλήρης απαλλαγή από ένα εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Δεδομένων λοιπόν ότι μια στάση πληρωμών είναι υπόθεση ρουτίνας σε περιπτώσεις ατομικού ή εταιρικού χρέους και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους διέπεται από τους ελληνικούς νόμους, συνολικά δεν θα έπρεπε μια στάση πληρωμών να είναι τόσο δύσκολη. Γιατί τότε να μην την πραγματοποιήσει ένα κράτος αμέσως;
Ένας λόγος ίσως είναι πως η χώρα δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ξανά. Η Ελλάδα όμως έτσι κι αλλιώς δεν έχει τώρα πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και θα συνεχίσει να μην έχει αν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, ακριβώς λόγω του υψηλού επιπέδου του χρέους της και την υπονοούμενη υψηλή πιθανότητα στάσης πληρωμών. Αντίθετα, ένα γενναιόδωρο κούρεμα θα έκανε το εναπομείναν χρέος βιώσιμο και τότε οι διεθνείς πιστωτές θα ήταν πιο πιθανό να δανείσουν στη χώρα, όπως ακριβώς έχουν κάνει με άλλες χώρες που κήρυξαν στάση πληρωμών όπως η Ρωσία και η Ισλανδία. Το πόσο γρήγορα θα μπορούσε η Ελλάδα να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές ομολόγων θα εξαρτιόταν από το μέγεθος του κουρέματος (όσο μεγαλύτερο το κούρεμα, τόσο πιο βιώσιμο γίνεται το χρέος) αλλά και από το πόσο θα διαρκούσαν τυχόν νομικές περιπλοκές. Νομικά ζητήματα που εκκρεμούν για μακρό χρονικό διάστημα κάνουν την επιστροφή πιο δύσκολη.
Επιπλέον, υπάρχουν τρόποι διεθνούς δανεισμού εκτός των αγορών ομολόγων, από άλλα κράτη ή από μεμονωμένους οικονομικούς οργανισμούς. Η Κύπρος, για παράδειγμα, πρόσφατα κανόνισε να πάρει ένα ευμέγεθες διεθνές δάνειο από τη Ρωσία. Και τέλος, ας μην ξεχνάμε πως πριν εισέλθει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, δανειζόταν πολύ λίγο από το εξωτερικό παρ’ όλο που η σχέση χρέους προς ΑΕΠ ήταν υψηλή, και αυτή η σχέση διατηρούταν ακριβώς επειδή έμενε στο εσωτερικό και στο δικό της νόμισμα.
Αν η Ελλάδα είχε κηρύξει στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να είχε γίνει βιώσιμο μακροπρόθεσμα με μια λογιστική μείωση (write-down) που θα είχε επιβληθεί στους κατόχους ομολόγων σημαντικά κάτω από 50% του συνολικού χρέους. Η χώρα θα είχε χρειαστεί να καταφύγει σε εσωτερικό δανεισμό, ίσως να εκδώσειέντυπες αναγνωρίσεις χρέους (IOUs) και να επιβάλει μερικές μετριοπαθείς περικοπές. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν μια ήπια ύφεση.
Αντίθετα η τρόικα παρείχε δάνεια στην Ελλάδα για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού χωρίς στάση πληρωμών, με αντάλλαγμα όλο και μεγαλύτερες δρακόντειες περικοπές στον προϋπολογισμό, αυξήσεις φόρων και θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αξίας. Οι κάτοχοι ομολόγων συνέχισαν – και συνεχίζουν ως σήμερα – να πληρώνονται κανονικότατα τους τόκους και το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν μια ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας. Από τη στιγμή που το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται και η χώρα συνεχίζει να γίνεται φτωχότερη με γρήγορο ρυθμό, το χρέος γίνεται όλο και λιγότερο βιώσιμο. Η σχέση χρέους-ΑΕΠ πήγε από το 115% στο 160% σε λιγότερο από δύο χρόνια. Όπως έγραφαν οι Financial Times στις 22 Οκτωβρίου 2011, υπάρχει μια εξαιρετικά ζοφερή εμπιστευτική ανάλυση της τρόικας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, με το βασικό σενάριο να προβλέπει σχέσεις πάνω από 130% το 2030. Αλλά, όπως και με άλλα προηγούμενα βασικά σενάρια, οι υποθέσεις περιλαμβάνουν αισιόδοξα επίπεδα εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις. Με χαμηλότερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, οι σχέσεις χρέους-ΑΕΠ εξακολουθούν να προβλέπονται πάνω από 150% το 2030.
Παρά τις εξαιρετικά ζοφερές προβλέψεις για το χρέος και τα οικονομικά μεγέθη, έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνεχώς επιχειρηματολογούν ενάντια στη «χρεοκοπία» και τη στάση πληρωμών και συγκατατέθηκαν σε μια «επιλεκτική» μόνο αφού αυτή προσφέρθηκε από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Επιπλέον, είχαν πρόσφατα διαφωνήσει για μεγαλύτερα κουρέματα που προτάθηκαν από ευρωπαίους αξιωματούχους και υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου.
Η ατολμία στην υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων απέναντι στην τρόικα και τους βορειοευρωπαίους πολιτικούς είναι κοινός παρονομαστής στις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης στην κρίση. Μια «χρεοκοπία» δεν θα ήταν καταστροφική τη στιγμή που το υπάρχον χρέος είναι μη βιώσιμο. Και αυτό λέγεται από όλους τους αμερόληπτους σχολιαστές. Ακόμη και από πολλά άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η Ελλάδα θα κηρύξει στάση πληρωμών, αλλά μάλλον σε ποιο μέγεθος του χρέους θα γίνει αυτή και αν θα είναι «εθελοντική», με τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των κατόχων ομολόγων, ή θα είναι μονομερής και θα αφορά μια μειοψηφία.
Μύθος 2ος: Ο στόχος της τρόικας είναι να σώσει την Ελλάδα.
Αυτός ο μύθος προέρχεται από το εξωτερικό και έχει εσωτερικοποιηθεί πλήρως από την ελληνική κυβέρνηση και, μέχρι πρόσφατα, από σχεδόν όλα τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όλοι οι Έλληνες είναι ακόλαστοι «αμαρτωλοί» και η τρόικα ο ευεργέτης δικτάτορας που όχι μόνο τους σώζει υλικά αλλά επίσης τους αναγκάζει να μετασχηματίσουν τους θεσμούς τους με τρόπο που θα τους φέρει μακροχρόνια ευημερία.
Ας ξαναδούμε πρώτα-πρώτα ποιος έχει κερδίσει και ποιος έχει χάσει από τη «διάσωση» μέχρι τώρα. Εδώ, τα δύο κύρια άμεσα εμπλεκόμενα μέρη είναι από τη μια μεριά η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και από την άλλη οι δανειστές της χώρας. Ξεκάθαρα, μέχρι τώρα η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων έχει πληρώσει και με το παραπάνω ενώ οι προϋπάρχοντες κάτοχοι ελληνικών ομολόγων συνεχίζουν να παίρνουν πίσω στο ακέραιο τους τόκους τους και το όποιο κεφάλαιο καθίσταται ληξιπρόθεσμο, παρ’ όλο που στην αγορά η αξία των μη ληξιπρόθεσμων ομολόγων έχει καταποντιστεί4.
Εναλλακτικές λύσεις στη «διάσωση» της τρόικας
Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης λένε ομόφωνα πως η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η «χρεοκοπία», η οποία βέβαια, σύμφωνα με τον (1ο) μύθο που αναπαράγουν, θα ήταν καταστροφική. Ας σκεφτούμε λοιπόν την εναλλακτική λύση της «χρεοκοπίας» στις αρχές του 2010. Η σχέση χρέους-ΑΕΠ ήταν κοντά στο 115% τότε. Αν η χώρα είχε εφαρμόσει το κούρεμα που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουλίου (21%, αλλά πραγματικό), η σχέση χρέους-ΑΕΠ θα είχε κατέβει λίγο πάνω από το 90%, ποσοστό που θα έκανε το χρέος οριακά βιώσιμο. Πιθανόν να είχε απαιτηθεί ένα μεγαλύτερο κούρεμα για να γίνει το χρέος μακροπρόθεσμα βιώσιμο, αλλά σίγουρα αυτό θα ήταν κάτω από τα επίπεδα που σχεδιάζουν τώρα οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης θα απαντούσαν τότε πως, μετά από μια στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, η Ελλάδα 1) θα είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές ομολόγων και 2) επειδή δεν είχε πρωταρχικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (πλεόνασμα χωρίς τους τόκους των δανείων), η κυβέρνηση δεν θα είχε μπορέσει να πληρώσει μισθούς, συντάξεις και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της.
Ενώ είναι σωστό ότι βραχυπρόθεσμα οι διεθνείς αγορές ομολόγων δεν θα είχαν δανείσει αμέσως στην Ελλάδα, όσο μεγαλύτερο το κούρεμα τόσο ευκολότερα και γρηγορότερα θα είχε επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές. Αλλά αυτό δεν θα είχε χρειαστεί και, έτσι κι αλλιώς, πιθανότατα δεν είναι συνετό για την Ελλάδα να επιστρέψει σ’ αυτές τόσο σύντομα. Ακόμη και αν ο εξωτερικός δανεισμός από άλλες πηγές πλην των αγορών ομολόγων δεν ήταν διαθέσιμος, οι απλοί Έλληνες πολίτες θα αγόραζαν μετά χαράς ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου στο 4,5% αντί για το 2% ή και λιγότερο που κερδίζουν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους5.
Στις απόψεις που παρουσιάζονται στον ευρείας κυκλοφορίας ελληνικό Τύπο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός λαθεμένων αντιλήψεων και μύθων σχετικά με τα αίτια και τις συνέπειες της κρίσης, καθώς και με τις πολιτικές τις διαθέσιμες για την καταπολέμησή της. Μερικές από τις αντιλήψεις αυτές αναπαράγονται συνειδητά από την κυβέρνηση και τον Τύπο παρ’ ότι ξέρουν πως δεν είναι σωστές. Ενώ κάποιες άλλες είναι κατά τα φαινόμενα απόψεις που συμμερίζονται τόσο κυβερνητικοί αξιωματούχοι όσο και η πλειοψηφία του Τύπου.
Πολλοί Έλληνες που δεν είναι οικονομολόγοι ή ειδικοί καταλαβαίνουν, συνειδητά ή ενστικτωδώς, ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα με την κυρίαρχη άποψη, αλλά δεν έχουν τις γνώσεις να επιχειρηματολογήσουν τεκμηριωμένα ενάντια σ’ αυτές τις αντιλήψεις. Επιπλέον, πολλοί που έχουν τις γνώσεις και θα μπορούσαν να το κάνουν είτε αυτολογοκρίνονται είτε δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στον ευρείας κυκλοφορίας Τύπο.
Ένα μέρος αυτών των αντιλήψεων επικρατεί επίσης στον διεθνή Τύπο και αναπαράγεται από Ευρωπαίους πολιτικούς, τραπεζίτες και δημοσιογράφους. Νομίζω πως, κατά περίεργο τρόπο, υπάρχει λιγότερη συζήτηση και αμφισβήτηση αυτών των λαθεμένων αντιλήψεων μέσα στις χώρες της Ευρωζώνης παρά έξω από αυτές. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που παρατηρούν τα πράγματα απ’ έξω διστάζουν λιγότερο να προβούν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση των προβλημάτων της Ευρωζώνης και της Ελλάδας.
Θα αναλύσω τους εξής επτά μύθους;
• Μύθος 1ος: Στάση πληρωμών ή «χρεοκοπία» θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.
• Μύθος 2ος: Ο στόχος της τρόικας είναι να «σώσει» την Ελλάδα.
• Mύθος 3ος: Η κύρια αιτία της κρίσης είναι η διαφθορά των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους.
• Μύθος 4ος: Αν η ελληνική κυβέρνηση ήταν ικανή, οι στόχοι του Μνημονίου δεν θα αποτύγχαναν.
Μύθος 5ος: Ακολουθώντας τις συνταγές της τρόικας η Ελλάδα θα επιστρέψει στον δρόμο της ευημερίας.
• Μύθος 6ος: Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα ήταν το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα.
• Μύθος 7ος: Στις διαπραγματεύσεις της με την τρόικα η ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ μικρή διαπραγματευτική ισχύ.
Θα επιχειρηματολογήσω διαδοχικά εναντίον κάθε μύθου και στο τέλος θα εκθέσω κάποια συμπερασματικά σχόλια.
Μύθος1ος: Στάση πληρωμών ή «χρεοκοπία» θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.
Απ’ την αρχή της κρίσης αυτός ο μύθος είναι πιθανότατα ο πιο συχνά και συστηματικά επαναλαμβανόμενος από τον κ. Παπανδρέου και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τον Φεβρουάριο του 2010, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τέτοιες διατυπώσεις, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε ότι κυβερνητικοί παράγοντες θα συνέχιζαν να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο χωρίς αντίλογο για τόσον καιρό.
Ας σημειωθεί εξ αρχής πως η συμφωνία της 21ης Ιουλίου περιλαμβάνει μια διάταξη την οποία ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη αποκαλέσει «επιλεκτική χρεοκοπία» και με την οποία οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων υποτίθεται θα δέχονταν ένα «κούρεμα» 21% μέσω της επιμήκυνσης των ομολόγων τους και χαμηλότερο επιτόκιο. Εξ ου και η κινδυνολογία περί στάσης πληρωμών και «χρεοκοπίας» δεν έχει νόημα αφού ο Υπουργός Οικονομικών έχει ήδη παραδεχθεί πως η κυβέρνησή του συμφώνησε να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου επιβάλλει ένα μεγαλύτερο κούρεμα 50%, αν και αυτά τα νούμερα δεν αποτελούν σοβαρή ένδειξη της πραγματικής μείωσης του χρέους2.
2( Ένα κούρεμα 50% δεν θα έφερνε σημαντική μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Υπάρχουν δύο ζητήματα με τη (υπερβολική φιλολογία περί κουρεμάτων. Πρώτον, δεν ισχύουν για χρέη προς την τρόικα ή για ομόλογα που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ και ίσως κάποιοι άλλοι δημόσιοι φορείς. Έτσι, ένα κούρεμα 50% αυτού του μέρους του χρέους θα εφαρμοζόταν σε ένα τμήμα του συνολικού χρέους. Δεύτερον, ένα κούρεμα 50% του εναπομείναντος χρέους δεν σημαίνει 50% μείωση του αρχικού κεφαλαίου [αρχικού ποσού του δανείου] (αν και θα έπρεπε να ήταν έτσι αν επρόκειτο για μια καθαρή μείωση της λογιστικής αξίας του χρέους [write-down]). Αντί γι’ αυτό, έχουμε να κάνουμε με ένα συνδυασμό επιμήκυνσης των ομολόγων (π.χ., διπλασιασμό από τα 15 στα 30 χρόνια) μέσω έκδοσης νέων ομολόγων με χαμηλότερο επιτόκιο και μια ίσως μικρή μείωση του αρχικού κεφαλαίου. Οπότε, το «εκτιμώμενο» κούρεμα εξαρτάται από το προεξοφλητικό επιτόκιο και όσο ψηλότερο είναι αυτό, τόσο πιο μικροσκοπική είναι η Παρούσα Αξία των πληρωμών που τα ομόλογα θα φέρουν στο μέλλον και ως εκ τούτου τόσο μεγαλύτερο το εννοούμενο ή εκτιμώμενο «κούρεμα» σήμερα. Στη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε προεξοφλητικό επιτόκιο 9% για να φτάσουν στο υποτιθέμενο κούρεμα του 21%, ενώ ένα πιο συνηθισμένο προεξοφλητικό επιτόκιο (σαν αυτά που ισχύουν στην αγορά) θα έβγαζε σε ένα περίπου 10% του χρέους προς ιδιώτες. Άρα, δεν μπορούμε να υπολογίσουμε ακριβώς την πραγματική μείωση του χρέους αν δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιο μέρος του χρέους εξαιρείται από τις διαπραγματεύσεις, τους ακριβείς όρους με τους οποίους τα παλαιά ομόλογα ανταλλάσσονται με νέα και το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς).
Η σύγχυση αυτή μπορεί να οφείλεται και στη χρήση του όρου «χρεοκοπία», η οποία έχει άσχημες συμπαραδηλώσεις στα ελληνικά, ιδιαίτερα όσον αφορά την ατομική χρεοκοπία. Φέρνει στον νου εικόνες απόλυτης φτώχειας, ίσως ακόμη και μισθωτής δουλείας (indentured servitude). Για τον σύγχρονο καπιταλισμό, όμως, η χρεοκοπία και η στάση πληρωμών μαζί με την περιορισμένη ευθύνη είναι σημαντικά χαρακτηριστικά3. Με την περιορισμένη ευθύνη για τον δανειολήπτη, είναι ευθύνη και του δανειστή – όχι μόνο του δανειολήπτη – να αποπληρωθούν τα δάνεια. Αυτό, κατ’ αρχήν, εξασφαλίζει πως δεν θα συναφθούν υπερβολικά πολλά «κακά» δάνεια και η οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ δείχνει τι συμβαίνει όταν οι δανειστές δεν δείχνουν τη δέουσα υπευθυνότητα. Έτσι, στάση πληρωμών και χρεοκοπία είναι για άτομα και επιχειρήσεις κρίσιμα χαρακτηριστικά της λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αν ο δανειστής δεν είναι προσεκτικός στην επιλογή των δανειοληπτών του, είναι οικονομικά ορθό αλλά και δίκαιο να ζημιωθεί.
Αλλά υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διαφορές ανάμεσα σε στάση πληρωμών και χρεοκοπία, από τη μια, ατόμων ή εταιρειών και, από την άλλη, κυρίαρχων κρατών. Πρώτον, τα κράτη δεν χρεοκοπούν κυριολεκτικά, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ανώτερη υπερεθνική τελική αρχή και δικαστήριο που θα αποφασίσει και θα επιβάλλει το πώς τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας θα κατανεμηθούν ανάμεσα στους διάφορους πιστωτές και τι θα παραμείνει στην κυριότητα της χώρας. Αντί γι’ αυτό, ομόλογα και δάνεια εκδίδονται σύμφωνα με τη νομοθεσία συγκεκριμένων χωρών αλλά με την τελική εφαρμογή να είναι δύσκολη επειδή τα κράτη είναι κυρίαρχες οντότητες. Όπως είναι αναμενόμενο όμως όταν εμπλέκονται μεγάλα συμφέροντα, πόζα, διαπραγματεύσεις, ακόμη και διπλωματία κανονιοφόρων μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους σχετικά με τι γίνεται σε περίπτωση στάσης πληρωμών. Νομικά, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους που συνάφθηκε πριν το 2010 διέπεται από τους ελληνικούς νόμους. Στην περίπτωση στάσης πληρωμών αυτού του χρέους, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την τελική δικαιοδοσία. Το χρέος προς την τρόικα ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ έχει συναφθεί σύμφωνα με τους αγγλικούς νόμους και στάση πληρωμής αυτού του χρέους θα ήταν σημαντικά δυσκολότερη εκείνου που συνάφθηκε με βάση τους ελληνικούς νόμους. Αν επικυρωθεί η συμφωνία της 21ης Ιουλίου ή της 26ης Οκτωβρίου, οι κάτοχοι ομολόγων θα πάρουν ομόλογα που θα διέπονται από τους αγγλικούς και όχι τους ελληνικούς νόμους, κάτι που θα καταστήσει περαιτέρω «κουρέματα» δυσκολότερα.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά του κρατικού χρέους από άλλα χρέη είναι πως συνάπτεται και ελέγχεται από κυβερνητικούς αξιωματούχους εκ μέρους της χώρας και του λαού της. Μπορεί, όμως, να υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα συμφέροντα των κυβερνητικών αξιωματούχων και στα συμφέροντα της χώρας και του λαού της. Μια ακραία περίπτωση τέτοιας διαφοράς συμφερόντων ήταν αυτή του πρώην προέδρου του Ζαΐρ, Μομπούτου, όπου τα διεθνή δάνεια εκτρέπονταν κυρίως προς ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, με
3 (Αν, όπως τον παλιό καιρό, ο δανειστής μπορούσε να διεκδικήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία ενός δανειολήπτη ή ακόμη και να τον καταστήσει δουλοπάροικο του ώστε να εξασφαλίσει πλήρη αποπληρωμή, τότε ο δανειστής δεν θα είχε κίνητρο να παρέχει δάνεια με υψηλές πιθανότητες αποπληρωμής και θα χρησιμοποιούσε τον δανεισμό κυρίως ως μια μορφή απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη, συμπεριλαμβανομένης πιθανόν και της εργασίας του.)
τη χώρα να μη βλέπει οφέλη και να επιβαρύνεται με την αποπληρωμή των δανείων. Αλλά ακόμη και κατ’ όνομα τουλάχιστον εκλεγμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπορούν να αναμειχθούν σε δάνεια που είναι παράνομα ή ειδεχθή και έτσι να υπάρχει νομική ή ηθική βάση για ακύρωση τέτοιων δανείων. Δεδομένων των πολυάριθμων σκανδάλων που συντάραξαν και τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά όλα τα χρέη της Ελλάδας που είχαν συναφθεί τα προηγούμενα χρόνια για το αν είναι ίσως παράνομα και ειδεχθή. Για παράδειγμα, οι συμβάσεις με τις τράπεζες επενδύσεων που εγγυήθηκαν τις εκδόσεις ομολόγων και τα αρχεία όπου καταγράφτηκε η εφαρμογή τους πρέπει να ανοιχτούν ως ζήτημα στοιχειώδους διαφάνειας και δημοκρατικής ευθύνης.
Η τρίτη διαφορά είναι ότι ένα κρατικό χρέος σπάνια, αν ποτέ, χρειάζεται ρητές εγγυήσεις. (Βέβαια, μια πρόσφατη εξαίρεση είναι η απαίτηση της Φινλανδίας για εγγυήσεις από την Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει στον μηχανισμό σταθερότητας EFSF.) Παρά τη συνηθισμένη απουσία εγγυήσεων, πάντως, ιστορικά έχει αποδειχτεί δύσκολη η πλήρης απαλλαγή από ένα εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Δεδομένων λοιπόν ότι μια στάση πληρωμών είναι υπόθεση ρουτίνας σε περιπτώσεις ατομικού ή εταιρικού χρέους και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους διέπεται από τους ελληνικούς νόμους, συνολικά δεν θα έπρεπε μια στάση πληρωμών να είναι τόσο δύσκολη. Γιατί τότε να μην την πραγματοποιήσει ένα κράτος αμέσως;
Ένας λόγος ίσως είναι πως η χώρα δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου ξανά. Η Ελλάδα όμως έτσι κι αλλιώς δεν έχει τώρα πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και θα συνεχίσει να μην έχει αν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, ακριβώς λόγω του υψηλού επιπέδου του χρέους της και την υπονοούμενη υψηλή πιθανότητα στάσης πληρωμών. Αντίθετα, ένα γενναιόδωρο κούρεμα θα έκανε το εναπομείναν χρέος βιώσιμο και τότε οι διεθνείς πιστωτές θα ήταν πιο πιθανό να δανείσουν στη χώρα, όπως ακριβώς έχουν κάνει με άλλες χώρες που κήρυξαν στάση πληρωμών όπως η Ρωσία και η Ισλανδία. Το πόσο γρήγορα θα μπορούσε η Ελλάδα να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές ομολόγων θα εξαρτιόταν από το μέγεθος του κουρέματος (όσο μεγαλύτερο το κούρεμα, τόσο πιο βιώσιμο γίνεται το χρέος) αλλά και από το πόσο θα διαρκούσαν τυχόν νομικές περιπλοκές. Νομικά ζητήματα που εκκρεμούν για μακρό χρονικό διάστημα κάνουν την επιστροφή πιο δύσκολη.
Επιπλέον, υπάρχουν τρόποι διεθνούς δανεισμού εκτός των αγορών ομολόγων, από άλλα κράτη ή από μεμονωμένους οικονομικούς οργανισμούς. Η Κύπρος, για παράδειγμα, πρόσφατα κανόνισε να πάρει ένα ευμέγεθες διεθνές δάνειο από τη Ρωσία. Και τέλος, ας μην ξεχνάμε πως πριν εισέλθει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, δανειζόταν πολύ λίγο από το εξωτερικό παρ’ όλο που η σχέση χρέους προς ΑΕΠ ήταν υψηλή, και αυτή η σχέση διατηρούταν ακριβώς επειδή έμενε στο εσωτερικό και στο δικό της νόμισμα.
Αν η Ελλάδα είχε κηρύξει στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να είχε γίνει βιώσιμο μακροπρόθεσμα με μια λογιστική μείωση (write-down) που θα είχε επιβληθεί στους κατόχους ομολόγων σημαντικά κάτω από 50% του συνολικού χρέους. Η χώρα θα είχε χρειαστεί να καταφύγει σε εσωτερικό δανεισμό, ίσως να εκδώσειέντυπες αναγνωρίσεις χρέους (IOUs) και να επιβάλει μερικές μετριοπαθείς περικοπές. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν μια ήπια ύφεση.
Αντίθετα η τρόικα παρείχε δάνεια στην Ελλάδα για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού χωρίς στάση πληρωμών, με αντάλλαγμα όλο και μεγαλύτερες δρακόντειες περικοπές στον προϋπολογισμό, αυξήσεις φόρων και θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αξίας. Οι κάτοχοι ομολόγων συνέχισαν – και συνεχίζουν ως σήμερα – να πληρώνονται κανονικότατα τους τόκους και το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν μια ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας. Από τη στιγμή που το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται και η χώρα συνεχίζει να γίνεται φτωχότερη με γρήγορο ρυθμό, το χρέος γίνεται όλο και λιγότερο βιώσιμο. Η σχέση χρέους-ΑΕΠ πήγε από το 115% στο 160% σε λιγότερο από δύο χρόνια. Όπως έγραφαν οι Financial Times στις 22 Οκτωβρίου 2011, υπάρχει μια εξαιρετικά ζοφερή εμπιστευτική ανάλυση της τρόικας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, με το βασικό σενάριο να προβλέπει σχέσεις πάνω από 130% το 2030. Αλλά, όπως και με άλλα προηγούμενα βασικά σενάρια, οι υποθέσεις περιλαμβάνουν αισιόδοξα επίπεδα εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις. Με χαμηλότερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, οι σχέσεις χρέους-ΑΕΠ εξακολουθούν να προβλέπονται πάνω από 150% το 2030.
Παρά τις εξαιρετικά ζοφερές προβλέψεις για το χρέος και τα οικονομικά μεγέθη, έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνεχώς επιχειρηματολογούν ενάντια στη «χρεοκοπία» και τη στάση πληρωμών και συγκατατέθηκαν σε μια «επιλεκτική» μόνο αφού αυτή προσφέρθηκε από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Επιπλέον, είχαν πρόσφατα διαφωνήσει για μεγαλύτερα κουρέματα που προτάθηκαν από ευρωπαίους αξιωματούχους και υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου.
Η ατολμία στην υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων απέναντι στην τρόικα και τους βορειοευρωπαίους πολιτικούς είναι κοινός παρονομαστής στις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης στην κρίση. Μια «χρεοκοπία» δεν θα ήταν καταστροφική τη στιγμή που το υπάρχον χρέος είναι μη βιώσιμο. Και αυτό λέγεται από όλους τους αμερόληπτους σχολιαστές. Ακόμη και από πολλά άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η Ελλάδα θα κηρύξει στάση πληρωμών, αλλά μάλλον σε ποιο μέγεθος του χρέους θα γίνει αυτή και αν θα είναι «εθελοντική», με τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των κατόχων ομολόγων, ή θα είναι μονομερής και θα αφορά μια μειοψηφία.
Μύθος 2ος: Ο στόχος της τρόικας είναι να σώσει την Ελλάδα.
Αυτός ο μύθος προέρχεται από το εξωτερικό και έχει εσωτερικοποιηθεί πλήρως από την ελληνική κυβέρνηση και, μέχρι πρόσφατα, από σχεδόν όλα τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όλοι οι Έλληνες είναι ακόλαστοι «αμαρτωλοί» και η τρόικα ο ευεργέτης δικτάτορας που όχι μόνο τους σώζει υλικά αλλά επίσης τους αναγκάζει να μετασχηματίσουν τους θεσμούς τους με τρόπο που θα τους φέρει μακροχρόνια ευημερία.
Ας ξαναδούμε πρώτα-πρώτα ποιος έχει κερδίσει και ποιος έχει χάσει από τη «διάσωση» μέχρι τώρα. Εδώ, τα δύο κύρια άμεσα εμπλεκόμενα μέρη είναι από τη μια μεριά η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και από την άλλη οι δανειστές της χώρας. Ξεκάθαρα, μέχρι τώρα η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων έχει πληρώσει και με το παραπάνω ενώ οι προϋπάρχοντες κάτοχοι ελληνικών ομολόγων συνεχίζουν να παίρνουν πίσω στο ακέραιο τους τόκους τους και το όποιο κεφάλαιο καθίσταται ληξιπρόθεσμο, παρ’ όλο που στην αγορά η αξία των μη ληξιπρόθεσμων ομολόγων έχει καταποντιστεί4.
Εναλλακτικές λύσεις στη «διάσωση» της τρόικας
Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης λένε ομόφωνα πως η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η «χρεοκοπία», η οποία βέβαια, σύμφωνα με τον (1ο) μύθο που αναπαράγουν, θα ήταν καταστροφική. Ας σκεφτούμε λοιπόν την εναλλακτική λύση της «χρεοκοπίας» στις αρχές του 2010. Η σχέση χρέους-ΑΕΠ ήταν κοντά στο 115% τότε. Αν η χώρα είχε εφαρμόσει το κούρεμα που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουλίου (21%, αλλά πραγματικό), η σχέση χρέους-ΑΕΠ θα είχε κατέβει λίγο πάνω από το 90%, ποσοστό που θα έκανε το χρέος οριακά βιώσιμο. Πιθανόν να είχε απαιτηθεί ένα μεγαλύτερο κούρεμα για να γίνει το χρέος μακροπρόθεσμα βιώσιμο, αλλά σίγουρα αυτό θα ήταν κάτω από τα επίπεδα που σχεδιάζουν τώρα οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης θα απαντούσαν τότε πως, μετά από μια στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, η Ελλάδα 1) θα είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές ομολόγων και 2) επειδή δεν είχε πρωταρχικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (πλεόνασμα χωρίς τους τόκους των δανείων), η κυβέρνηση δεν θα είχε μπορέσει να πληρώσει μισθούς, συντάξεις και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της.
Ενώ είναι σωστό ότι βραχυπρόθεσμα οι διεθνείς αγορές ομολόγων δεν θα είχαν δανείσει αμέσως στην Ελλάδα, όσο μεγαλύτερο το κούρεμα τόσο ευκολότερα και γρηγορότερα θα είχε επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές. Αλλά αυτό δεν θα είχε χρειαστεί και, έτσι κι αλλιώς, πιθανότατα δεν είναι συνετό για την Ελλάδα να επιστρέψει σ’ αυτές τόσο σύντομα. Ακόμη και αν ο εξωτερικός δανεισμός από άλλες πηγές πλην των αγορών ομολόγων δεν ήταν διαθέσιμος, οι απλοί Έλληνες πολίτες θα αγόραζαν μετά χαράς ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου στο 4,5% αντί για το 2% ή και λιγότερο που κερδίζουν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους5.