Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου θα πρέπει τελικά η Ελλάδα να έχει υποβάλει την τελική πρόταση για το «κούρεμα» των ομολόγων της που κατέχουν ιδιώτες (PSI). Μέχρι τότε – παρότι δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η συμφωνία έχει ήδη επιτευχθεί – θα έχει γίνει και η επόμενη σύνοδος κορυφής (30.1). Και εν τω μεταξύ αρχίζει το «μακελειό». Όχι αυτό με το οποίο απείλησε ο Λοβέρδος τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αλλά αυτό εναντίον της ελληνικής κοινωνίας.
Εξ άλλου η αναδιάρθρωση του χρέους, η νέα δανειακή σύμβαση και τα δημοσιονομικά μέτρα εξεύρεσης των 16 δισ. ευρώ αποτελούν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, στο οποίο κάθε μία από τις τρεις παραμέτρους αποτελεί προϋπόθεση για τις άλλες δύο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους...
Η Ελλάδα δεν θα πάρει προσωρινό δάνειο («γέφυρα») αν καθυστερήσουν οι διαπραγματεύσεις για το PSI, δήλωσε χθες η Μέρκελ πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup. Η «ιδέα» αυτή, περί ενδιάμεσης καταβολής, είχε διακινηθεί ως ενδεχόμενο εάν τυχόν καθυστερούσε η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κοινώς, λοιπόν, η Μέρκελ ξεκαθάρισε: Ή συμφωνείτε τώρα το PSI ή κόψτε τον λαιμό σας.
Ποιος όμως πιστεύει ότι αυτή η ιστορία του PSI δίνει προοπτική επιβίωσης στην Ελλάδα; Κανείς! Δεν το πιστεύει ούτε καν ο Σόιμπλε, ο οποίος δήλωσε αυτές τις μέρες ότι η αναδιάρθρωση δεν είναι αρκετή καθώς πρέπει να συμπληρωθεί απαραιτήτως από τιςδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – δηλαδή
● τη λαίλαπα απολύσεων,
● την εξαφάνιση των συμβάσεων και την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων,
● την άγρια περικοπή των μισθών σε όλο το φάσμα της εργασίας,
● την εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους,
● το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας,
● τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες,
● τη διαρκή άκρως υφεσιακή λιτότητα
● και τις συνεχείς φορολογικές επιδρομές.
Όλα τα παραπάνω, ως γνωστόν, αποτελούν προϋποθέσεις για τη νέα δανειακή σύμβαση, μαζί βεβαίως με την αναδιάρθρωση, η οποία πάλι δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς να υιοθετηθούν πολύ σκληρά δημοσιονομικά μέτρα, και μάλιστα με δέσμευση όχι μόνο από την παρούσα κυβέρνηση, αλλά και από την όποια επόμενη προκύψει ύστερα από τις εκλογές.
Άλλωστε, όπως είπε και η Ντόρα Μπακογιάννη χθες μετά τη συνάντησή της με τον Παπαδήμο, τι χρειάζονται οι κατώτεροι μισθοί και οι συμβάσεις; Είναι άχρηστοι...«συμβολισμοί». Τώρα προέχουν οι «μεταρρυθμίσεις».
Αδύνατη η «βιωσιμότητα»
Παράλληλα η Λαγκάρντ του ΔΝΤ λέει ότι: «Η Ελλάδα δεν μπορεί να βρίσκεται εσαεί σε ένα σύστημα οικονομικής υποστήριξης. Η λύση που θα δοθεί στα ελληνικά προβλήματα πρέπει να είναι βιώσιμη».
Μάλιστα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κρίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση το ελληνικό χρέος να βρίσκεται στο επιδιωκόμενο 120% του ΑΕΠ το 2020, όπως προβλέπει η συμφωνία της αναδιάρθρωσης, αλλά αρκετά παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση θα βρίσκεται τουλάχιστον στο διπλάσιο από το ποσοστό που προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ και – δεδομένου ότι αυτή είναι η απαίτηση και του νέου Συμφώνου για το Ευρώ – προφανώς θα χρειαστεί νέομεγάλο «κούρεμα» για να θεωρηθεί... «βιώσιμο».
Ωστόσο αυτό θα είναι σχεδόν αδύνατον λόγω του αγγλικού δικαίου, στο οποίο θα υπάγεται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους που θα έχει η Ελλάδα μετά την πρώτη αναδιάρθρωση (PSI). Το ίδιο αυτό δίκαιο θα καθιστά αδύνατη και κάθε ιδέα επαναδιαπραγμάτευσης οποιουδήποτε μέτρου θα έχει αποφασιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαδικασίας, παρά τη ρητορική της Ν.Δ.
Τέλος, εναρμονισμένα με την άποψη του ΔΝΤ δημοσιεύματα των διεθνών ΜΜΕ θεωρούν ότι η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει αν πράγματι θα στηρίξει την Ελλάδα δίνοντας πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση από τη συμφωνημένη των 130 δισ. εξ αιτίας της βαθύτατης και μη αναστρεφόμενης ύφεσης και της πλήρους αποτυχίας στους δημοσιονομικούς στόχους. Όμως ήδη το χθεσινό μήνυμα που εξέπεμψε το Eurogroup ήταν σαφές: Δεν προβλέπεταιαύξηση του ποσού των 130 δισ.
Τις τελευταίες μέρες μάλιστα δημοσίευμα του Bloomberg ανέφερε ότι «όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών, δεν θα λύσει το πρόβλημα χρέους της Ελλάδας» καθώς «η φερεγγυότητα οποιασδήποτε χώρας έγκειται στην εξυπηρέτηση του χρέους της, στα κόστη των επιτοκίων, στον ρυθμό ανάπτυξης και στη δημοσιονομική πολιτική». Και συνεχίζει το δημοσίευμα:
«Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπολογίζοντας ένα μέσο επιτόκιο της τάξης του 4% (αυτό το επιτόκιο ενδέχεται να επιτύχει από τις διαπραγματεύσεις για το PSI) επί του υπολοίπου χρέους των 238 δισ. ευρώ, και με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την οικονομική ανάπτυξη, η κυβέρνηση θα πρέπει να εμφανίζει επ’ αόριστον πρωτογενές πλεόνασμα (χωρίς να υπολογίζονται οι πληρωμές των τόκων) 3,2% του ΑΕΠ, μόνο και μόνο για να μπορεί να διατηρήσει σταθερό το χρέος της.
Μην υπολογίζετε να γίνει αυτό. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να εμφανίσει τόσο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα μόνο τα 6 από τα τελευταία 24 χρόνια, όταν η οικονομική ανάπτυξή της ήταν πολύ υψηλότερη. Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος τώρα θα πρέπει να μειώνει το έλλειμμά της κατά περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως, που ισοδυναμεί με τα δύο τρίταπερίπου των δαπανών της για κοινωνικά προγράμματα».
Μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου θα πρέπει τελικά η Ελλάδα να έχει υποβάλει την τελική πρόταση για το «κούρεμα» των ομολόγων της που κατέχουν ιδιώτες (PSI). Μέχρι τότε – παρότι δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η συμφωνία έχει ήδη επιτευχθεί – θα έχει γίνει και η επόμενη σύνοδος κορυφής (30.1). Και εν τω μεταξύ αρχίζει το «μακελειό». Όχι αυτό με το οποίο απείλησε ο Λοβέρδος τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αλλά αυτό εναντίον της ελληνικής κοινωνίας.
Εξ άλλου η αναδιάρθρωση του χρέους, η νέα δανειακή σύμβαση και τα δημοσιονομικά μέτρα εξεύρεσης των 16 δισ. ευρώ αποτελούν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, στο οποίο κάθε μία από τις τρεις παραμέτρους αποτελεί προϋπόθεση για τις άλλες δύο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους...
Η Ελλάδα δεν θα πάρει προσωρινό δάνειο («γέφυρα») αν καθυστερήσουν οι διαπραγματεύσεις για το PSI, δήλωσε χθες η Μέρκελ πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup. Η «ιδέα» αυτή, περί ενδιάμεσης καταβολής, είχε διακινηθεί ως ενδεχόμενο εάν τυχόν καθυστερούσε η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κοινώς, λοιπόν, η Μέρκελ ξεκαθάρισε: Ή συμφωνείτε τώρα το PSI ή κόψτε τον λαιμό σας.
Ποιος όμως πιστεύει ότι αυτή η ιστορία του PSI δίνει προοπτική επιβίωσης στην Ελλάδα; Κανείς! Δεν το πιστεύει ούτε καν ο Σόιμπλε, ο οποίος δήλωσε αυτές τις μέρες ότι η αναδιάρθρωση δεν είναι αρκετή καθώς πρέπει να συμπληρωθεί απαραιτήτως από τιςδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – δηλαδή
● τη λαίλαπα απολύσεων,
● την εξαφάνιση των συμβάσεων και την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων,
● την άγρια περικοπή των μισθών σε όλο το φάσμα της εργασίας,
● την εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους,
● το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας,
● τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες,
● τη διαρκή άκρως υφεσιακή λιτότητα
● και τις συνεχείς φορολογικές επιδρομές.
Όλα τα παραπάνω, ως γνωστόν, αποτελούν προϋποθέσεις για τη νέα δανειακή σύμβαση, μαζί βεβαίως με την αναδιάρθρωση, η οποία πάλι δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς να υιοθετηθούν πολύ σκληρά δημοσιονομικά μέτρα, και μάλιστα με δέσμευση όχι μόνο από την παρούσα κυβέρνηση, αλλά και από την όποια επόμενη προκύψει ύστερα από τις εκλογές.
Άλλωστε, όπως είπε και η Ντόρα Μπακογιάννη χθες μετά τη συνάντησή της με τον Παπαδήμο, τι χρειάζονται οι κατώτεροι μισθοί και οι συμβάσεις; Είναι άχρηστοι...«συμβολισμοί». Τώρα προέχουν οι «μεταρρυθμίσεις».
Αδύνατη η «βιωσιμότητα»
Παράλληλα η Λαγκάρντ του ΔΝΤ λέει ότι: «Η Ελλάδα δεν μπορεί να βρίσκεται εσαεί σε ένα σύστημα οικονομικής υποστήριξης. Η λύση που θα δοθεί στα ελληνικά προβλήματα πρέπει να είναι βιώσιμη».
Μάλιστα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κρίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση το ελληνικό χρέος να βρίσκεται στο επιδιωκόμενο 120% του ΑΕΠ το 2020, όπως προβλέπει η συμφωνία της αναδιάρθρωσης, αλλά αρκετά παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση θα βρίσκεται τουλάχιστον στο διπλάσιο από το ποσοστό που προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ και – δεδομένου ότι αυτή είναι η απαίτηση και του νέου Συμφώνου για το Ευρώ – προφανώς θα χρειαστεί νέομεγάλο «κούρεμα» για να θεωρηθεί... «βιώσιμο».
Ωστόσο αυτό θα είναι σχεδόν αδύνατον λόγω του αγγλικού δικαίου, στο οποίο θα υπάγεται το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους που θα έχει η Ελλάδα μετά την πρώτη αναδιάρθρωση (PSI). Το ίδιο αυτό δίκαιο θα καθιστά αδύνατη και κάθε ιδέα επαναδιαπραγμάτευσης οποιουδήποτε μέτρου θα έχει αποφασιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαδικασίας, παρά τη ρητορική της Ν.Δ.
Τέλος, εναρμονισμένα με την άποψη του ΔΝΤ δημοσιεύματα των διεθνών ΜΜΕ θεωρούν ότι η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει αν πράγματι θα στηρίξει την Ελλάδα δίνοντας πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση από τη συμφωνημένη των 130 δισ. εξ αιτίας της βαθύτατης και μη αναστρεφόμενης ύφεσης και της πλήρους αποτυχίας στους δημοσιονομικούς στόχους. Όμως ήδη το χθεσινό μήνυμα που εξέπεμψε το Eurogroup ήταν σαφές: Δεν προβλέπεταιαύξηση του ποσού των 130 δισ.
Τις τελευταίες μέρες μάλιστα δημοσίευμα του Bloomberg ανέφερε ότι «όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αυτών, δεν θα λύσει το πρόβλημα χρέους της Ελλάδας» καθώς «η φερεγγυότητα οποιασδήποτε χώρας έγκειται στην εξυπηρέτηση του χρέους της, στα κόστη των επιτοκίων, στον ρυθμό ανάπτυξης και στη δημοσιονομική πολιτική». Και συνεχίζει το δημοσίευμα:
«Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπολογίζοντας ένα μέσο επιτόκιο της τάξης του 4% (αυτό το επιτόκιο ενδέχεται να επιτύχει από τις διαπραγματεύσεις για το PSI) επί του υπολοίπου χρέους των 238 δισ. ευρώ, και με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την οικονομική ανάπτυξη, η κυβέρνηση θα πρέπει να εμφανίζει επ’ αόριστον πρωτογενές πλεόνασμα (χωρίς να υπολογίζονται οι πληρωμές των τόκων) 3,2% του ΑΕΠ, μόνο και μόνο για να μπορεί να διατηρήσει σταθερό το χρέος της.
Μην υπολογίζετε να γίνει αυτό. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να εμφανίσει τόσο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα μόνο τα 6 από τα τελευταία 24 χρόνια, όταν η οικονομική ανάπτυξή της ήταν πολύ υψηλότερη. Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος τώρα θα πρέπει να μειώνει το έλλειμμά της κατά περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως, που ισοδυναμεί με τα δύο τρίταπερίπου των δαπανών της για κοινωνικά προγράμματα».