Πώς οι αποδείξεις μειώνουν τον φόρο

Ηλεκτρονικά μέσω ειδικής φόρμας ή μέσω κλειστού φακέλου θα μπορούν να υποβάλλουν στην Εφορία τις αποδείξεις εκατομμύρια φορολογούμενοι που τις συγκεντρώνουν εφέτος για να «χτίσουν» το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ. Στην περίπτωση όμως που οι αποδείξεις έχουν «ξεθωριάσει» θα πρέπει ο φορολογούμενος να γράψει με στυλό τα στοιχεία που είχαν αρχικώς αναγραφεί κατά την έκδοσή τους για να τις λάβει υπόψη η Εφορία.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου που εστάλη χθες σε όλες τις εφορίες για την ορθή εφαρμογή του φορολογικού νόμου, οι φορολογούμενοι υποβάλλουν τις αποδείξεις δαπανών σε ειδική ηλεκτρονική φόρμα ή σε κλειστό φάκελο στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του ΔΟΥ στον οποίο θα αναγράφονται:
* Το ονοματεπώνυμο και ο ΑΦΜ του υπόχρεου.
* Ο αριθμός των αποδείξεων.
* Το συνολικό ποσό αυτών.
Ο φάκελος θα παραμένει κλειστός στη ΔΟΥ ως την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων. Μετά την ολοκλήρωση της υποβολής των δηλώσεων θα ανοιχθούν οι φάκελοι και θα πραγματοποιηθεί δειγματοληπτικός έλεγχος με οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών που θα δοθούν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Για την αναγνώριση των αποδείξεων από τη Φορολογική Αρχή απαιτείται να διακρίνεται η επωνυμία της εκδότριας επιχείρησης, ο ΑΦΜ αυτής, η ημερομηνία έκδοσης και το τελικό ποσό. Σε περίπτωση κατά την οποία η απόδειξη δεν είναι τυπωμένη με έντονα στοιχεία και πιθανολογείται η πλήρης εξαφάνισή τους ο φορολογούμενος πρέπει να επαναλάβει τα προαναφερθέντα στοιχεία (επωνυμία της επιχείρησης, ΑΦΜ, ημερομηνία και ποσά), ούτως ώστε να καθίσταται στη συνέχεια εφικτός ο έλεγχός τους από τη Φορολογούσα Αρχή.
Από εφέτος το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ συνδέεται άμεσα με τις δαπάνες που πραγματοποιεί ο φορολογούμενος. Δηλαδή τυγχάνει του αφορολόγητου ποσού των 12.000 ευρώ, εφόσον προσκομίσει τα νόμιμα στοιχεία, όπως αυτά ορίζονται από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων & Στοιχείων (ΚΒΣ), για δαπάνες που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, για την αγορά αγαθών και λήψη υπηρεσιών.
Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται και τα ειδικά στοιχεία που εκδίδουν οι επιχειρήσεις λόγω των συγκεκριμένων υπηρεσιών που παρέχουν (π.χ. αποδείξεις των ΕΛΤΑ, εταιρειών Courier, πινακίδια χρηματιστηριακών εταιρειών για την αμοιβή των παρεχόμενων υπηρεσιών μόνο, κ.λπ.). Αντίθετα, δεν εκπίπτει το κόστος αγοράς κρατικών λαχείων, τα ποσά που καταβάλλονται για τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια (π.χ. ΚΙΝΟ, ΣΤΟΙΧΗΜΑ, κ.λπ.) και η δαπάνη εισόδου σε καζίνο, καθόσον στις πιο πάνω περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται αγορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών όπως επιβάλλει ο νόμος, αλλά οι εν λόγω δαπάνες αφορούν το κόστος ή την προϋπόθεση συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια.
Το ελάχιστο ύψος των ετήσιων δαπανών πρέπει να ανέρχεται στο 10% του ατομικού εισοδήματός του το οποίο φορολογείται με τις γενικές διατάξεις αν αυτό είναι ως 12.000 ευρώ και αν είναι μεγαλύτερο από 12.000 ευρώ, στο 30% για το τμήμα αυτού πάνω από τα 12.000 ευρώ. Διευκρινίζεται ότι η προσαύξηση του αφορολόγητου ποσού του υπόχρεου λόγω των τέκνων που τον βαρύνουν δεν συνδέεται με προσκόμιση αποδείξεων δαπανών.
Για ατομικό εισόδημα ως έξι χιλιάδες ευρώ δεν απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων δαπανών. Οταν οι δαπάνες είναι περισσότερες από τις απαιτούμενες και ως δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ ατομικά ή τριάντα χιλιάδων ευρώ για οικογένεια, ο φορολογούμενος δικαιούται και μείωση φόρου ίση με το 10% της διαφοράς μεταξύ των δηλούμενων και των απαιτούμενων δαπανών. Οταν οι δαπάνες είναι λιγότερες από τις απαιτούμενες, ο φορολογούμενος επιβαρύνεται με ποσοστό φόρου ίσο με το 10% του ποσού των δαπανών που υπολείπεται.
Για ατομικό εισόδημα άνω των 48.000 ευρώ, οι απαιτούμενες δαπάνες είναι 12.000 ευρώ και οι δηλούμενες δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις 15.000 ευρώ ατομικά ή 30.000 ευρώ για οικογένεια. Αξίζει να τονιστεί ότι στη διαμόρφωση του αφορολόγητου ποσού της κλίμακας περιλαμβάνονται και οι πάσης φύσεως δαπάνες αγοράς υλικών και παροχής υπηρεσιών των κοινόχρηστων χώρων εκτός από τις δαπάνες εξόφλησης των λογαριασμών ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτροδότησης αυτών μετά τον επιμερισμό τους στους ενοίκους ή στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών.
Στις περιπτώσεις αυτές θα ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία: ο διαχειριστής της πολυκατοικίας θα εκδίδει και θα χορηγεί σε κάθε συνιδιοκτήτη ή ενοικιαστή κατά περίπτωση (ανάλογα με το ποιον βαρύνει η δαπάνη αυτή), συγκεντρωτική κατάσταση των ετήσιων δαπανών της πολυκατοικίας, στην οποία θα εμφανίζεται το ποσό των κοινόχρηστων δαπανών που λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του αφορολόγητου ποσού.
Από την κατάσταση αυτή θα προκύπτουν αναλυτικά το είδος της δαπάνης, αριθμός του τιμολογίου ή της απόδειξης λιανικής πώλησης, του τιμολογίου ή της απόδειξης παροχής υπηρεσιών, το ποσό της δαπάνης, καθώς και η κατανομή του συνόλου των δαπανών αυτών στον κάθε συνιδιοκτήτη ή ένοικο κατά περίπτωση, ανάλογα με το ποσοστό συνιδιοκτησίας κάθε οριζόντιας ιδιοκτησίας στους κοινόχρηστους χώρους.
Αντίγραφο της συγκεντρωτικής κατάστασης θα συνυποβάλλεται από κάθε συνιδιοκτήτη ή ένοικο, κατά περίπτωση, μαζί με τις λοιπές αποδείξεις δαπανών και το αναγραφόμενο ποσοστό δαπάνης θα συναθροίζεται με τις λοιπές δαπάνες που καλύπτουν το αφορολόγητο ποσό. Τα πρωτότυπα των δικαιολογητικών στοιχείων των κοινόχρηστων δαπανών θα διαφυλάσσονται από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη