Ο Θεός να βάλει το χέρι του… υπό μορφή μπουνιάς, γιατί μας χρειάζεται!

΄΄ .. Σήμερα ακούω πολλούς να λένε «ο Θεός να βάλει το χέρι Του». Το εύχομαι αλλά προσεύχομαι αυτή τη φορά ο Θεός να βάλει το χέρι Του υπό μορφή μπουνιάς, γιατί μας χρειάζεται΄΄.
Συνέντευξη του Σαράντου Καργάκου
1) Ποια είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, ποια είναι η προσωπικότητά της και οι αρχές οι οποίες τη διέπουν;
Το μπάχαλο και η απροσωπία. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει πρόσωπο, είχε μέχρι πρότινος ένα προσωπείο, το οποίο κατέπεσε και αφού κατέπεσε το προσωπείο αυτό, πίσω από αυτό είδαμε ένα πρόσωπο που μας θυμίζει το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Δηλαδή ένα πρόσωπο που τα στίγματα της αμαρτίας, της ανομίας του εκφυλισμού το είχαν κάνει πρόσωπο εκτρωματικό.
2) Για τι σήμερα οι δομικοί κοινωνικοί θεσμοί της χώρας μας όπως φερ’ ειπείν η παιδεία, η πολιτεία, η δικαιοσύνη, η εκκλησία και άλλα απαξιώνονται τόσο πολύ από τους ίδιους τους πολίτες; Μήπως είναι επικίνδυνο αυτό εννοώντας ότι όταν παρουσιάζουν δείγματα καταπτώσεως και αναποτελεσματικότητας οι εκπρόσωποι των θεσμών πρέπει εμείς οι ενεργοί πολίτες να εστιάζουμε την κριτική μας μόνο στους κακούς εκπροσώπους και όχι να προσπαθούμε να απαξιώνουμε τους ίδιους τους θεσμούς;
Οι θεσμοί είναι δεσμοί και με τις δύο έννοιες. Και με την αρνητική και με τη θετική. Δεσμοί με τη θετική έννοια είναι, ότι δένουν, σφίγγουν το κοινωνικό σύνολο, του δίνουν δηλαδή μια στιβαρότητα, αλλά όταν γίνονται δεσμοί με την κακή σημασία τότε λειτουργούν πνικτικά, αποπνικτικά. Το ζήτημα είναι όχι ότι απαξιώνονται από μας ή από το πλέον απαξιωτικό μέσο που κατ’ εμέ είναι η τηλοψία –και όχι τηλεόραση, όπως κακώς επεκράτησε να λέγεται. Ήδη έχουν απαξιωθεί οι θεσμοί από μόνοι τους, διότι δυστυχώς, για να μπορέσουν οι θεσμοί να αποδώσουν, δεν αρκεί να υπάρχει το κέλυφος, πρέπει να υπάρχει και το περιεχόμενο. Και στην πραγματικότητα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αντί να διαμορφώσουμε θεσμούς με ένα περιεχόμενο, πήραμε, θεωρήσαμε θεσμούς κάποια κούφια καρύδια, με αποτέλεσμα ο κόσμος ο πολύς να έχει χάσει την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και ιδιαίτερα προς τη δικαιοσύνη, αφού το γενικότερο κλίμα που επικρατεί είναι η ατιμωρησία. Το έχω γράψει άπειρες φορές ότι η τήρηση των νόμων στην Ελλάδα είναι προαιρετική. Για να θυμηθώ το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος των προηγούμενων καιρών, το άρθρο 114 που ήταν σύνθημα της δικής μου γενιάς, 1 1 4 , η τήρηση των νόμων επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Αλλά και κάποια στιγμή ο πατριωτισμός αυτός εξαντλείται, όταν βλέπουμε επιδέξια μηδενικά να αναρριχώνται, να έχουν μια προτεραιότητα έναντι των ανθρώπων, οι οποίοι μοχθούν σε διαφόρους τομείς της ζωής, χωρίς να έχουν τις πρέπουσες απολαβές. Θα μου πείτε, ότι το μηδενικό, καθ’ ότι στρογγυλό, έχει τη δυνατότητα να κινείται με μεγαλύτερη ευχέρεια απ’ ότι παραδείγματος χάριν ένας άνθρωπος, ο οποίος επιμένει στην όρθια και άκαμπτη στάση. Από την άποψη αυτή οι θεσμοί έχουν χάσει τη λειτουργικότητα τους και το κακό ξεκίνησε από την παιδεία, η οποία από το 1976 έχει πάρει έναν δρόμο ολισθηρό με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν καταλήξει όλες σε απορρυθμίσεις. Στα χρόνια που παρακολουθώ τα θέματα της παιδείας και τα παρακολουθώ από κοντά από το 1957 έχω γνωρίσει δεκατρείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που όλες αντί να φέρουν το καλύτερο έφεραν το χειρότερο. Οι άνθρωποι έχουν κάπως μπερδευτεί. Πιστεύουν ότι κάθε αλλαγή, κάθε μεταβολή φέρνει το καλύτερο. Δε συμβαίνει πάντοτε έτσι. Μπορεί μια μεταβολή να μας οδηγήσει στο χειρότερο και ένα προχώρημα προς τα εμπρός μπορεί να μας πηγαίνει προς το γκρεμό. Πρέπει να πέσουμε σε αυτόν; Από το 1976 ξεθεμελιώνονται ή μάλλον υπονομεύονται τα βάθρα της ελληνικής παιδείας. Ουσιαστικά καταστρέφεται η κλασσική μας παιδεία που μας έδινε ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων λαών της γης. Είναι θλιβερό αυτή τη στιγμή να μην έχουμε φιλολόγους και ιστορικούς ικανούς να σταθούν στο ύψος των ξένων ιστορικών. Είναι αδιανόητο στην Ελλάδα, που υποτίθεται έχει γεμίσει Πανεπιστήμια, Σχολές και δε συμμαζεύεται να έχουμε παιδιά τα οποία σου λένε ότι δεν μπορώ πια να καταλάβω Βιζυηνό, Ροΐδη, Παπαδιαμάντη ή ακόμα και το δημοτικό τραγούδι. Όταν έγραψα τα βιβλία «Αλαλία-Το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα» και «Αλεξία- Γλωσσικό δράμα με πολλές πράξεις» όλοι με χαρακτήρισαν υπερβολικό. Όταν έκανα την προειδοποίηση ότι αύριο, μεθαύριο το παιδί δε θα είναι σε θέση να καταλάβει τους λόγους των πολιτικών που έκαναν τις αλλαγές αυτές και ήρθε η στιγμή που το σημερινό παιδί δεν είναι σε θέση να καταλάβει έναν λόγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή- με αυτόν αρχίζουν οι εκπαιδευτικές απορρυθμίσεις με Υπουργό τον Γεώργιο Ράλλη- και φτάσαμε στο σημείο πριν από δυο χρόνια να μπει ένα απλό, απλούστατο θεματάκι ως έκθεση στους μαθητές στις λεγόμενες Πανελλήνιες, Γενικές, Πανελλαδικές, Ακαδημαϊκές- επτά ονομασίες έχουν αλλάξει- εξετάσεις, και ήταν το κείμενο αυτό ένα απλό, απλούστατο κείμενο του Γιώργου Σεφέρη για την παράδοση. Και για ένα κείμενο εικοσιπέντε γραμμών οι κύριοι εξεταστές έδωσαν επτά ερμηνευτικές σημειώσεις, ενώ την εποχή που έδινα εγώ εξετάσεις και ακολούθως όταν έδιναν οι δικοί μου μαθητές εξετάσεις το θέμα της εκθέσεως δεν γραφόταν ούτε καν στον πίνακα, γινόταν με απαγγελία χωρίς καμία μεταφραστική οδηγία. Αρκεί να σας πω μονάχα ότι το 1967 στη σχολή των Ευελπίδων είχε μπει ως θέμα μία φράση του Δημοσθένη που έλεγε: «Λυθέντων των νόμων και εκάστω δοθείσης εξουσίας ό,τι βούλεται ποιείν, ου μόνον πολιτεία οίχεται αλλ’ ουδέ ο πας των ανθρώπων βίος του των θηρίων ουδέν αν διενέγκοι». Το μόνο που δώσανε ως μετάφραση ήταν το τελευταίο το «αν διενέγκοι» δηλαδή δε θα διέφερε Και τα παιδιά αυτά μπόρεσαν να αποδώσουν γιατί εκείνη την εποχή ήταν ντροπή να μην ξέρεις ως ένα βαθμό αρχαία ελληνικά. Την ίδια χρονιά στα παιδιά των υπολοίπων σχολών είχαν βάλει θέμα: «Πάσα παιδεία προς μεν το παρόν λύπης και ου χαράς δοκείν, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης αποδίδωσι τοις γεγυμνασμένοις δι’ αυτής». Μιλάμε για το 1967. Και διερωτώμαι: φτάνουμε τώρα στο 2010, έχει σημειωθεί πρόοδος υποτίθεται της παιδείας, σε όλα τα σχολεία υπάρχουν θρανία-τότε δεν υπήρχαν θρανία- , σε όλα τα σχολεία υπάρχουν πίνακες –τότε δεν υπήρχαν πίνακες- , σε όλα τα σχολεία υπάρχουν κιμωλίες –τότε δεν υπήρχαν καν κιμωλίες-, τώρα έχουμε λεξικά επί λεξικών -τότε με δυσκολία μπορούσες να βρεις ένα υποφερτό λεξικό- , και φτάνουμε στο σημείο να μη γνωρίζει το παιδί τι σημαίνει «ψεγάδι» ή τι σημαίνει «παρωχημένος» και το δίνουν ερμήνευμα στις γενικές εξετάσεις. Εγώ δε θα ήθελα να προχωρήσω σε άλλο σχολιασμό, μου αρκεί αυτό το οποίο είπε ένας πρώην υπουργός, ότι ξεκινάμε από μηδενική βάση όταν έφτιαξε μια επιτροπή για να συζητήσει τα θέματα της παιδείας. Όταν το 2008 ξεκινάς από μηδενική βάση σημαίνει ότι από το 1976 και εντεύθεν σωρεύεις μηδενικά επί μηδενικών. «Συ είπας», όπως θα έλεγε και ο Χριστός.
3) Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας, το οποίο θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί η βασική αιτία της γενικότερης και κοινώς αναγνωριζόμενης κοινωνικής παθογένειας σήμερα και ποια η προτεινόμενη λύση του;
Κατά την ταπεινή μου αντίληψη είναι η διόγκωση του «δε βαριέσαι». Αυτό μας χαρακτήριζα και σε μια παλαιότερη εποχή. Αλλά ειδικότερα αφ’ ότου μπήκαμε στο λάκκο των λεόντων, που ονομάστηκε αρχικά ΕΟΚ και ακολούθως Ευρωπαϊκή Ένωση σχηματίσαμε την εντύπωση, ότι αυτό το ευρωπαϊκό μόρφωμα-παραμόρφωμα είναι ένα μπιμπερό από το οποίο θα μπορούμε να θηλάζουμε εμείς ες αεί και να τραγουδάμε το παλαιό ισπανικό ασμάτιο που έλεγε: «ο Θεός έχει για μένα». Αλλά δεν καταλάβαμε ένα πράγμα, ότι ο Θεός είναι «μεθ’ ημών», μαζί μας, όταν το Θεό τον έχουμε στα χέρια μας και τον αποκαλύπτουμε με τη δουλειά μας. Αν δε δουλεύουμε τότε ο Θεός είναι «με θυμόν», χωρίς έκθλιψη, με οργή γιατί και αυτός σιχάθηκε να μας βλέπει. Ειλικρινά, αν το πάρω θεολογικά και σκεφτώ, ότι ο Θεός είναι παντεπόπτης και άρα τα βλέπει όλα, ειλικρινά λυπάμαι το Θεό, διότι ενώ μας έδωσε την πιο ευλογημένη περιοχή της γης, που τα έχει όλα από άποψη εδάφους, από άποψη ομορφιάς, από άποψη ιστορικών μνημείων, από άποψη, ας το πούμε, γεωγραφικής διαμορφώσεως και γεωπολιτικής στρατηγικής, εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε τη γη αυτή πούλβερη και κουρνιαχτό. Και γιατί παρακαλώ; Διότι ξαφνικά διαπιστώσαμε, ότι πάνω από τον πατριωτισμό ή τον εθνισμό πρέπει να βάλουμε, λέει, τον κοσμοπολιτισμό. Οφείλω εδώ να κάνω μια παρατήρηση: «κοσμοπολίτης» είναι ένας όρος που ακούγεται για πρώτη φορά σε μία φράση του Αντισθένη. Όταν ρωτήθηκε από πού είναι, αποκρίθηκε «κοσμοπολίτης ειμί». Λέμε είμαι κοσμοπολίτης με την έννοια πολίτης του κόσμου. Αυτό είναι λάθος, διότι αυτός που θέλει να ανήκει στον κόσμο κανονικά θα έπρεπε να λέγεται «κοσμίτης». Κοσμοπολίτης είναι εκείνος που είναι κόσμημα για την πόλη του. Από την άποψη αυτή ο Σωκράτης, που ελάχιστα βγήκε από την Αθήνα, και φιλαθήναιος ην, ήταν κοσμοπολίτης γιατί ήταν κόσμημα για την πόλη του. Άρα αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε κοσμοπολίτες πρέπει να είμαστε κοσμήματα για την πόλη μας, για την πατρίδα μας ευρύτερα, και από κει και πέρα, όταν αγαπάμε τον τόπο μας, την πατρίδα μας, τότε μπορούμε να αγαπήσουμε και άλλους λαούς. Γιατί όποιος δεν μπορεί να αγαπήσει τη δική του πατρίδα εν μπορεί να αγαπήσει καμία άλλη πατρίδα.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη