Tου Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη*
Η οικονομική και κοινωνική κρίση έχει χαρίσει στην Ελλάδα διόλου ζηλευτά πρωτοσέλιδα και άρθρα στον διεθνή Τύπο. Δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και τα τουρκικά μέσα ενημερώσεως. Υπό φυσιολογικές συνθήκες η ελληνική επικαιρότητα απασχολεί τον τουρκικό Τύπο λιγότερο από ό,τι η τουρκική επικαιρότητα τον αντίστοιχο ελληνικό. Ωστόσο η βαρύτητα της κρίσεως και οι πιθανές συνέπειές της σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο ήταν αρκετές για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του τουρκικού οικονομικού και πολιτικού Τύπου.
Πολλοί συγκρίνουν την επίδοση της ελληνικής και της τουρκικής οικονομίας στην κρίση, για να αποτιμήσουν τη βελτίωση των αντοχών της τουρκικής οικονομίας. Δεν έχουν περάσει ούτε δέκα έτη από την παραλίγο κατάρρευση του τουρκικού τραπεζικού συστήματος και την υποτίμηση της τουρκικής λίρας κατά 35%. Η κρίση του 2001, ωστόσο, δεν πήγε χαμένη.
Τα μέτρα τα οποία έλαβαν η τουρκική κυβέρνηση και επιχειρήσεις, συνεπεία της κρίσεως του 2001, έχουν επιτρέψει στην τουρκική οικονομία να αντέξει την παγκόσμια οικονομική κρίση με μικρές σχετικά απώλειες. Αυτό οφείλεται και στη βελτίωση βασικών δημοσιονομικών μεγεθών. Αν και το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι μεγάλο, το έλλειμμα είναι πολύ μικρότερο από το παρελθόν, ενώ η ανταγωνιστικότητα της τουρκικής οικονομίας έχει κατά πολύ βελτιωθεί.
Η οικονομική και κοινωνική κρίση της Ελλάδος ενίοτε δίνει λαβή και στη χαιρεκακία. Παλαιές και ανθεκτικές προκαταλήψεις εναντίον της Ελλάδος διατυπώνονται συχνότερα. Παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις στην Ελλάδα, για πολλούς Τούρκους εθνικιστές η Ελλάς -και όχι η Τουρκία- είναι το «κακομαθημένο παιδί» της Δύσεως. Κατ’ αυτούς, με ανεξαρτησία δοτή από τον συμμαχικό στόλο στην ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Ελλάς απέφυγε με δυτική παρέμβαση τα χειρότερα το 1897 και το 1922. Η εύνοια της Ευρώπης και πάλι εκδηλώθηκε το 1979, όταν αποφασίστηκε η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα παρά την αρνητική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατά την άποψη αυτή η Ευρώπη πληρώνει σήμερα το τίμημα της εντάξεως της Ελλάδος στην Ευρωζώνη το 2001, η οποία έγινε χωρίς η ελληνική οικονομία στην πραγματικότητα να πληροί τα σχετικά κριτήρια. Αλλοι σχολιαστές προσκαλούσαν τους Τούρκους τραπεζίτες να αδράξουν την ευκαιρία και να εξαγοράσουν ελληνικές τράπεζες τώρα που αυτές βρίσκονται σε στενωπό. Η εξαγορά της Φινάνσμπανκ πλήγωσε προφανώς τον εθνικισμό πολλών στη γείτονα και τώρα αναζητείται «εκδίκηση».
Πέραν των οικονομικών προβλημάτων, εντύπωση προκαλεί και η αδυναμία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού να επιβάλει τον νόμο και την τάξη. Οι πολυήμεροι αποκλεισμοί των εθνικών οδών και συνοριακών διαβάσεων από αγρότες ενισχύουν κατά τούτο την εικόνα των ταραχών του Δεκεμβρίου του 2008.
Τέτοια γεγονότα θα ήταν αδιανόητα στην Τουρκία όπου η πολιτική βούληση για την παρέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων ουδέποτε έλειψε και η αποτελεσματικότητα του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού είναι τέτοια που λειτουργεί και αποτρεπτικώς. Αυτό προκαλεί σε πολλούς Τούρκους διανοουμένους προβληματισμό για το αν αυτή η «πειθαρχία» των Τούρκων πολιτών αποτελεί ένδειξη μιας ελλιπούς δημοκρατικής κουλτούρας συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα, μιας «ιδιωτείας».
Είναι δύσκολο βεβαίως να φαντασθεί κανείς πώς η σωρηδόν παραβίαση άρθρων του Συντάγματος και του Ποινικού Κώδικος μπορεί να αποτελέσει άσκηση δημοκρατίας. Σε μια χώρα, ωστόσο, όπου το κράτος παραμένει η κύρια απειλή εναντίον του Συντάγματος και των νόμων, η βιαία αντίσταση κατά της Αρχής και εν γένει η παραβατική συμπεριφορά μπορούν ακόμη να εξιδανικεύονται.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Η οικονομική και κοινωνική κρίση έχει χαρίσει στην Ελλάδα διόλου ζηλευτά πρωτοσέλιδα και άρθρα στον διεθνή Τύπο. Δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και τα τουρκικά μέσα ενημερώσεως. Υπό φυσιολογικές συνθήκες η ελληνική επικαιρότητα απασχολεί τον τουρκικό Τύπο λιγότερο από ό,τι η τουρκική επικαιρότητα τον αντίστοιχο ελληνικό. Ωστόσο η βαρύτητα της κρίσεως και οι πιθανές συνέπειές της σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο ήταν αρκετές για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του τουρκικού οικονομικού και πολιτικού Τύπου.
Πολλοί συγκρίνουν την επίδοση της ελληνικής και της τουρκικής οικονομίας στην κρίση, για να αποτιμήσουν τη βελτίωση των αντοχών της τουρκικής οικονομίας. Δεν έχουν περάσει ούτε δέκα έτη από την παραλίγο κατάρρευση του τουρκικού τραπεζικού συστήματος και την υποτίμηση της τουρκικής λίρας κατά 35%. Η κρίση του 2001, ωστόσο, δεν πήγε χαμένη.
Τα μέτρα τα οποία έλαβαν η τουρκική κυβέρνηση και επιχειρήσεις, συνεπεία της κρίσεως του 2001, έχουν επιτρέψει στην τουρκική οικονομία να αντέξει την παγκόσμια οικονομική κρίση με μικρές σχετικά απώλειες. Αυτό οφείλεται και στη βελτίωση βασικών δημοσιονομικών μεγεθών. Αν και το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι μεγάλο, το έλλειμμα είναι πολύ μικρότερο από το παρελθόν, ενώ η ανταγωνιστικότητα της τουρκικής οικονομίας έχει κατά πολύ βελτιωθεί.
Η οικονομική και κοινωνική κρίση της Ελλάδος ενίοτε δίνει λαβή και στη χαιρεκακία. Παλαιές και ανθεκτικές προκαταλήψεις εναντίον της Ελλάδος διατυπώνονται συχνότερα. Παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις στην Ελλάδα, για πολλούς Τούρκους εθνικιστές η Ελλάς -και όχι η Τουρκία- είναι το «κακομαθημένο παιδί» της Δύσεως. Κατ’ αυτούς, με ανεξαρτησία δοτή από τον συμμαχικό στόλο στην ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Ελλάς απέφυγε με δυτική παρέμβαση τα χειρότερα το 1897 και το 1922. Η εύνοια της Ευρώπης και πάλι εκδηλώθηκε το 1979, όταν αποφασίστηκε η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα παρά την αρνητική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατά την άποψη αυτή η Ευρώπη πληρώνει σήμερα το τίμημα της εντάξεως της Ελλάδος στην Ευρωζώνη το 2001, η οποία έγινε χωρίς η ελληνική οικονομία στην πραγματικότητα να πληροί τα σχετικά κριτήρια. Αλλοι σχολιαστές προσκαλούσαν τους Τούρκους τραπεζίτες να αδράξουν την ευκαιρία και να εξαγοράσουν ελληνικές τράπεζες τώρα που αυτές βρίσκονται σε στενωπό. Η εξαγορά της Φινάνσμπανκ πλήγωσε προφανώς τον εθνικισμό πολλών στη γείτονα και τώρα αναζητείται «εκδίκηση».
Πέραν των οικονομικών προβλημάτων, εντύπωση προκαλεί και η αδυναμία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού να επιβάλει τον νόμο και την τάξη. Οι πολυήμεροι αποκλεισμοί των εθνικών οδών και συνοριακών διαβάσεων από αγρότες ενισχύουν κατά τούτο την εικόνα των ταραχών του Δεκεμβρίου του 2008.
Τέτοια γεγονότα θα ήταν αδιανόητα στην Τουρκία όπου η πολιτική βούληση για την παρέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων ουδέποτε έλειψε και η αποτελεσματικότητα του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού είναι τέτοια που λειτουργεί και αποτρεπτικώς. Αυτό προκαλεί σε πολλούς Τούρκους διανοουμένους προβληματισμό για το αν αυτή η «πειθαρχία» των Τούρκων πολιτών αποτελεί ένδειξη μιας ελλιπούς δημοκρατικής κουλτούρας συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα, μιας «ιδιωτείας».
Είναι δύσκολο βεβαίως να φαντασθεί κανείς πώς η σωρηδόν παραβίαση άρθρων του Συντάγματος και του Ποινικού Κώδικος μπορεί να αποτελέσει άσκηση δημοκρατίας. Σε μια χώρα, ωστόσο, όπου το κράτος παραμένει η κύρια απειλή εναντίον του Συντάγματος και των νόμων, η βιαία αντίσταση κατά της Αρχής και εν γένει η παραβατική συμπεριφορά μπορούν ακόμη να εξιδανικεύονται.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.