Τουρκικοί επιχειρηματικοί κύκλοι έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στη χώρα μας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Οι αρμόδιοι τουρκικοί φορείς ενθαρρύνουν τις επενδύσεις στην Ελλάδα και κατ' επέκταση στα Βαλκάνια, ελπίζοντας να «ανταποδώσουν» την ελληνική «διείσδυση» στην Τουρκία στις αρχές του 2000.
Το έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον των αρμόδιων φορέων και του ιδιωτικού κεφαλαίου της Τουρκίας φαίνεται να έχει προκληθεί από τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της χώρας μας. Παρά τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν πρόσφατα στη γείτονα, το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα δεν διέφυγε την προσοχή του τουρκικού Τύπου.
Διάφοροι τούρκοι αρθρογράφοι ασχολήθηκαν με τα αρνητικά οικονομικά στοιχεία που παρουσιάζει η Αθήνα και προέβησαν σε συγκρίσεις μ' εκείνα της τουρκικής οικονομίας. Ο Γκιουνγκιόρ Ουράς, φέρ' ειπείν, τονίζει στο άρθρο του («Μιλιέτ», 17/12/2009) τα οικονομικά ωφελήματα που δέχεται για χρόνια η Αθήνα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβλέπει ότι οι ευρωπαίοι εταίροι θα φανούν αλληλέγγυοι και θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία και στο μέλλον. Αναφέρθηκε στα οικονομικά στοιχεία της Τουρκίας, η οποία αντιμετωπίζει επίσης τις αρνητικές συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά φαίνεται να συγκρατεί, προς το παρόν τουλάχιστον, το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος σε χαμηλότερα επίπεδα από τα δικά μας.
Η παρουσίαση αυτή των οικονομικών στοιχείων των δύο χωρών πρόσφερε στον Ουράς την ευκαιρία να τονώσει το ηθικό της τουρκικής κοινής γνώμης και της αγοράς όσον αφορά την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ότι καλλιεργεί αφενός το αίσθημα της «αδικίας», ανασκαλεύοντας τα εθνικά στερεότυπα, και αφετέρου την αισιοδοξία για την «ένταξη» που θα εξασφαλίσει ανάλογα οικονομικά ωφελήματα στην Άγκυρα. Άλλο κομμάτι του τουρκικού Τύπου ασχολήθηκε με τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η οικονομική κατάπτωση της χώρας μας για τους τούρκους επενδυτές. Στα δημοσιεύματα των εφημερίδων που διατηρούν στενές σχέσεις με το κατεστημένο, η περίοδος που διανύει η ελληνική οικονομία παρουσιάζεται ως μια χρυσή ευκαιρία για επενδύσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται ότι υπάρχει για τους τομείς της χρηματοπιστωτικής αγοράς, του τουρισμού και της πληροφορικής. Ο πρόεδρος της τουρκικής Επιτροπής Ρύθμισης και Εποπτείας του Τραπεζικού Συστήματος (BDDK) Τεβφίκ Μπιλγκίν ανακοίνωσε ότι οι τουρκικές τράπεζες βρίσκονται επί ποδός για να αξιοποιήσουν τις επενδυτικές ευκαιρίες που θα εμφανιστούν στην ελληνική αγορά. Ο Μπιλγκίν σημείωσε ακόμη ότι η Επιτροπή στηρίζει τις προσπάθειες που θα γίνουν από τις τουρκικές τράπεζες για την κατάκτηση της βαλκανικής αγοράς! Συγκεκριμένα δήλωσε ότι «η οικονομική κρίση στην Ελλάδα αναμένεται να οδηγήσει σε κενά στον χρηματοπιστωτικό τομέα των βαλκανικών χωρών. Η κάλυψη του εν λόγω κενού από τις τουρκικές τράπεζες αποτελεί το πιο φυσικό δικαίωμά τους!» («Σταρ», 18/12/2009).
Οι τουρκικές εφημερίδες έδωσαν δημοσιότητα και στις δηλώσεις του προέδρου του Ελληνοτουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Παναγιώτη Κουτσίκου, που θεωρεί ότι η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ευκαιρία για επενδύσεις στη χώρα εκ μέρους των τούρκων επιχειρηματιών. Ο κ. Κουτσίκος φαίνεται να έχει δηλώσει ακόμη ότι «η οικονομική κρίση θα επηρεάσει (αρνητικά) τις εξαγωγές μας προς την Τουρκία. Αντιθέτως, θα αυξηθούν οι ποιοτικές και φθηνές εξαγωγές της Τουρκίας (προς την Ελλάδα). Είναι μια καλή ευκαιρία για τους τούρκους επιχειρηματίες που ασχολούνται με τις εξαγωγές» («Χουριέτ», 18/12/2009).
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η τοποθέτησή του όσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες επιχειρηματίες: «Υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας στην αγορά. Οι τράπεζες μείωσαν κατά πολύ τις πιστώσεις στους επιχειρηματίες, και φαίνεται ότι η κατάσταση αυτή θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό ακόμα», λέει ο κ. Κουτσίκος και προσθέτει: «Είναι πια καιρός να μειωθούν και οι δικές μας εξοπλιστικές δαπάνες και της Τουρκίας».
Η αναφορά του κ. Κουτσίκου στην ανάγκη μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών σε μια συζήτηση γύρω από τις οικονομικές δραστηριότητες των δύο χωρών αναμφίβολα ξαφνιάζει τους αναγνώστες. Ωστόσο, η προβολή από τους Τούρκους του αιτήματος αυτού δεν είναι άμοιρη λεπτών στρατηγικών υπολογισμών. Την εβδομάδα που κύλησε, εμφανίστηκαν στην Τουρκία δημοσιεύματα που αναφέρονταν στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να μειώσει τις εξοπλιστικές δαπάνες, στο πλαίσιο εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Ο Σουλεϊμάν Γιασάρ, φερ' ειπείν, στο άρθρο του με τίτλο «Η Ελλάδα ''πτώχευσε'' εξαιτίας των εξοπλιστικών δαπανών», παρουσιάζει τις εξοπλιστικές δαπάνες ως σημαντικό λόγο της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα («Ταράφ», 17/12/2009).Το σημαντικότερο, όμως, είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει: «Οι δύο χώρες στο εξής θα πρέπει να σκεφτούν (από κοινού) σοβαρά την περικοπή των εξοπλιστικών δαπανών. Διαφορετικά δεν θα αποφύγουν να περιέλθουν διαδοχικά σε οικονομικό αδιέξοδο».
Η παραπάνω άποψη περί μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών αγνοεί παντελώς, από τη μια, την αιτία του κακού, δηλαδή τις επεκτατικές και ηγεμονικές διαθέσεις που ακολουθεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας εδώ και δεκαετίες, και από την άλλη παραβλέπει τις πραγματικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από παρόμοιες προτάσεις: τον εξαναγκασμό της ελληνικής ηγεσίας σε εφ' όλης της ύλης διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα. Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό κι από τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να ανακοινώσει μείωση των εξοπλιστικών δαπανών ήταν ένα «μήνυμα» που έγινε αντιληπτό από την άλλη πλευρά ως «αλλαγή» στις προτεραιότητες της χώρας: Πρώτα έρχεται πλέον -και επισήμως- η οικονομική ευημερία και μετά η ασφάλεια της χώρας. Επόμενο είναι, λοιπόν, να αυξηθούν οι πιέσεις της Άγκυρας στο άμεσο μέλλον.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ερέθισμα αφενός για τη βελτίωση της τουρκικής οικονομίας, και αφετέρου για την αύξηση γενικά της επιχειρηματικότητας στην περιοχή μας και ειδικότερα των πιέσεων προς εμάς. Πέρα από τη δέουσα προσοχή που οφείλει να δώσει ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος στις προτάσεις «συνεργασίας» με τους επιχειρηματικούς κύκλους της γείτονος (καλό παράδειγμα αποτελεί η δυσμένεια στην οποία έχει περιέλθει το Τελ Αβίβ, παρόλο που πρόσφερε σημαντική πολιτική στήριξη στην Άγκυρα), που δεν δρουν κατ' ανάγκη ανεξέλεγκτα και χωρίς σχέδιο με μόνο στόχο το κέρδος όπως άλλοι λαοί, είναι επιβεβλημένο να επιδείξει και μια αξιόλογη και συντονισμένη προσπάθεια επιχειρηματικότητας στις αγορές της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.
Το έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον των αρμόδιων φορέων και του ιδιωτικού κεφαλαίου της Τουρκίας φαίνεται να έχει προκληθεί από τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της χώρας μας. Παρά τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις που σημειώθηκαν πρόσφατα στη γείτονα, το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα δεν διέφυγε την προσοχή του τουρκικού Τύπου.
Διάφοροι τούρκοι αρθρογράφοι ασχολήθηκαν με τα αρνητικά οικονομικά στοιχεία που παρουσιάζει η Αθήνα και προέβησαν σε συγκρίσεις μ' εκείνα της τουρκικής οικονομίας. Ο Γκιουνγκιόρ Ουράς, φέρ' ειπείν, τονίζει στο άρθρο του («Μιλιέτ», 17/12/2009) τα οικονομικά ωφελήματα που δέχεται για χρόνια η Αθήνα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβλέπει ότι οι ευρωπαίοι εταίροι θα φανούν αλληλέγγυοι και θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία και στο μέλλον. Αναφέρθηκε στα οικονομικά στοιχεία της Τουρκίας, η οποία αντιμετωπίζει επίσης τις αρνητικές συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αλλά φαίνεται να συγκρατεί, προς το παρόν τουλάχιστον, το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος σε χαμηλότερα επίπεδα από τα δικά μας.
Η παρουσίαση αυτή των οικονομικών στοιχείων των δύο χωρών πρόσφερε στον Ουράς την ευκαιρία να τονώσει το ηθικό της τουρκικής κοινής γνώμης και της αγοράς όσον αφορά την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι ότι καλλιεργεί αφενός το αίσθημα της «αδικίας», ανασκαλεύοντας τα εθνικά στερεότυπα, και αφετέρου την αισιοδοξία για την «ένταξη» που θα εξασφαλίσει ανάλογα οικονομικά ωφελήματα στην Άγκυρα. Άλλο κομμάτι του τουρκικού Τύπου ασχολήθηκε με τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η οικονομική κατάπτωση της χώρας μας για τους τούρκους επενδυτές. Στα δημοσιεύματα των εφημερίδων που διατηρούν στενές σχέσεις με το κατεστημένο, η περίοδος που διανύει η ελληνική οικονομία παρουσιάζεται ως μια χρυσή ευκαιρία για επενδύσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται ότι υπάρχει για τους τομείς της χρηματοπιστωτικής αγοράς, του τουρισμού και της πληροφορικής. Ο πρόεδρος της τουρκικής Επιτροπής Ρύθμισης και Εποπτείας του Τραπεζικού Συστήματος (BDDK) Τεβφίκ Μπιλγκίν ανακοίνωσε ότι οι τουρκικές τράπεζες βρίσκονται επί ποδός για να αξιοποιήσουν τις επενδυτικές ευκαιρίες που θα εμφανιστούν στην ελληνική αγορά. Ο Μπιλγκίν σημείωσε ακόμη ότι η Επιτροπή στηρίζει τις προσπάθειες που θα γίνουν από τις τουρκικές τράπεζες για την κατάκτηση της βαλκανικής αγοράς! Συγκεκριμένα δήλωσε ότι «η οικονομική κρίση στην Ελλάδα αναμένεται να οδηγήσει σε κενά στον χρηματοπιστωτικό τομέα των βαλκανικών χωρών. Η κάλυψη του εν λόγω κενού από τις τουρκικές τράπεζες αποτελεί το πιο φυσικό δικαίωμά τους!» («Σταρ», 18/12/2009).
Οι τουρκικές εφημερίδες έδωσαν δημοσιότητα και στις δηλώσεις του προέδρου του Ελληνοτουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Παναγιώτη Κουτσίκου, που θεωρεί ότι η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ευκαιρία για επενδύσεις στη χώρα εκ μέρους των τούρκων επιχειρηματιών. Ο κ. Κουτσίκος φαίνεται να έχει δηλώσει ακόμη ότι «η οικονομική κρίση θα επηρεάσει (αρνητικά) τις εξαγωγές μας προς την Τουρκία. Αντιθέτως, θα αυξηθούν οι ποιοτικές και φθηνές εξαγωγές της Τουρκίας (προς την Ελλάδα). Είναι μια καλή ευκαιρία για τους τούρκους επιχειρηματίες που ασχολούνται με τις εξαγωγές» («Χουριέτ», 18/12/2009).
Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η τοποθέτησή του όσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες επιχειρηματίες: «Υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας στην αγορά. Οι τράπεζες μείωσαν κατά πολύ τις πιστώσεις στους επιχειρηματίες, και φαίνεται ότι η κατάσταση αυτή θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό ακόμα», λέει ο κ. Κουτσίκος και προσθέτει: «Είναι πια καιρός να μειωθούν και οι δικές μας εξοπλιστικές δαπάνες και της Τουρκίας».
Η αναφορά του κ. Κουτσίκου στην ανάγκη μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών σε μια συζήτηση γύρω από τις οικονομικές δραστηριότητες των δύο χωρών αναμφίβολα ξαφνιάζει τους αναγνώστες. Ωστόσο, η προβολή από τους Τούρκους του αιτήματος αυτού δεν είναι άμοιρη λεπτών στρατηγικών υπολογισμών. Την εβδομάδα που κύλησε, εμφανίστηκαν στην Τουρκία δημοσιεύματα που αναφέρονταν στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να μειώσει τις εξοπλιστικές δαπάνες, στο πλαίσιο εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Ο Σουλεϊμάν Γιασάρ, φερ' ειπείν, στο άρθρο του με τίτλο «Η Ελλάδα ''πτώχευσε'' εξαιτίας των εξοπλιστικών δαπανών», παρουσιάζει τις εξοπλιστικές δαπάνες ως σημαντικό λόγο της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα («Ταράφ», 17/12/2009).Το σημαντικότερο, όμως, είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει: «Οι δύο χώρες στο εξής θα πρέπει να σκεφτούν (από κοινού) σοβαρά την περικοπή των εξοπλιστικών δαπανών. Διαφορετικά δεν θα αποφύγουν να περιέλθουν διαδοχικά σε οικονομικό αδιέξοδο».
Η παραπάνω άποψη περί μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών αγνοεί παντελώς, από τη μια, την αιτία του κακού, δηλαδή τις επεκτατικές και ηγεμονικές διαθέσεις που ακολουθεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας εδώ και δεκαετίες, και από την άλλη παραβλέπει τις πραγματικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από παρόμοιες προτάσεις: τον εξαναγκασμό της ελληνικής ηγεσίας σε εφ' όλης της ύλης διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα. Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό κι από τον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να ανακοινώσει μείωση των εξοπλιστικών δαπανών ήταν ένα «μήνυμα» που έγινε αντιληπτό από την άλλη πλευρά ως «αλλαγή» στις προτεραιότητες της χώρας: Πρώτα έρχεται πλέον -και επισήμως- η οικονομική ευημερία και μετά η ασφάλεια της χώρας. Επόμενο είναι, λοιπόν, να αυξηθούν οι πιέσεις της Άγκυρας στο άμεσο μέλλον.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ερέθισμα αφενός για τη βελτίωση της τουρκικής οικονομίας, και αφετέρου για την αύξηση γενικά της επιχειρηματικότητας στην περιοχή μας και ειδικότερα των πιέσεων προς εμάς. Πέρα από τη δέουσα προσοχή που οφείλει να δώσει ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος στις προτάσεις «συνεργασίας» με τους επιχειρηματικούς κύκλους της γείτονος (καλό παράδειγμα αποτελεί η δυσμένεια στην οποία έχει περιέλθει το Τελ Αβίβ, παρόλο που πρόσφερε σημαντική πολιτική στήριξη στην Άγκυρα), που δεν δρουν κατ' ανάγκη ανεξέλεγκτα και χωρίς σχέδιο με μόνο στόχο το κέρδος όπως άλλοι λαοί, είναι επιβεβλημένο να επιδείξει και μια αξιόλογη και συντονισμένη προσπάθεια επιχειρηματικότητας στις αγορές της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.