Η Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία

Κοινωνία και Παιδεία της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία-Θεοφάνης ΜΑΛΚΙΔΗΣ.Εισαγωγή
Εδώ και πολλά χρόνια, ουσιαστικά αιώνες σε πολλές περιοχές στον Ευρωπαικό χώρο, τα προβλήματα των μειονοτήτων και ιδιαίτερα τα εκπαιδευτικά, είναι αναμφισβήτητα υπαρκτά και έντονα. Οι περισσότερες χώρες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όπου αναπτύσσεται μια έντονη δραστηριότητα για τα μειονοτικά ζητήματα με διεπιστημονικές προσεγγίσεις που αποκαθιστούν το μειονοτικό ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας του τόπου (Λαφαζάνη, 1997, 12), αν και δείχνουν θέληση και πρόθεση για την αντιμετώπισή τους, δεν προχωρούν σε ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων τους.
Στη χρονική φάση που διανύουμε, παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση στον τομέα των μειονοτικών διεκδικήσεων. Οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στο χώρο της Χερσονήσου του Αίμου, έφεραν (ξανά) στο προσκήνιο ένα πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ διευθετηθεί και επιλυθεί: το ζήτημα της προστασίας της ταυτότητας, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών πληθυσμών. Εξάλλου, στον Ευρωπαϊκό χώρο, και ιδιαίτερα στη Βαλκανική χερσόνησο, όπου οι εδαφικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις αποτελούν πολιτική και πρακτική αιώνων, είναι αναμενόμενο το φαινόμενο αυτό να παρουσιάζεται πολύ πιο έντονο και διαρκές.
Το ζήτημα της μειονοτικής εκπαίδευσης, το θέμα της διάχυσης της γνώσης στη μητρική γλώσσα, της ύπαρξης εκπαιδευτηρίων, τα οποία θα συμβάλλουν στην ύπαρξη των μειονοτικών ομάδων, κυριαρχεί στα αιτήματα των μειονοτικών ομάδων και αποτελεί ένα από τα βασικά αίτια προστριβών, πολιτικών αντεγκλήσεων, ενώ προτάσσεται ως καθοριστικός παράγοντας ακόμη και για την ανάληψη ένοπλης δράσης, ενάντια στην πλειονότητα.
Η ανάλυση του ζητήματος της μειονοτικής εκπαίδευσης, στην περίπτωση της Ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία, λαμβάνει υπ’ όψην τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παιδείας στη χώρα, όπως διαμορφώνονται τόσο από την εφαρμογή διεθνών συνθηκών και τις τοπικές νομικές και άλλες ρυθμίσεις, όσο και από τις κοινωνικές, πολιτικές και γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής.
Επιχειρείται μια προσέγγιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η μειονοτική εκπαίδευση στην Αλβανία, καθώς και η δυσκολία να εξασφαλιστεί η πολιτισμική διαφορετικότητα και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, στην παιδεία αλλά και τη συνέχεια της ελληνικής μειονότητας. Γεγονός το οποίο έχει άμεση επίπτωση στην εκπαιδευτική, κοινωνική και οικονομική υστέρηση των μελών και τελικό αποτέλεσμα τον κοινωνικό και πολιτισμικό αποκλεισμό της από την ευρύτερη κοινωνία.
Το πλαίσιο για τις μειονότητες
Η προβληματική της διεθνούς κοινότητας, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των μειονοτικών ομάδων, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Από την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), όπου και οι συμβάσεις «περί μειονοτήτων» (Azcarate, 1945, 23) μέχρι την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε δοθεί έμφαση στο θέμα της ομαλής ενσωμάτωσης των διαφόρων ομάδων στις κυρίαρχες κοινότητες. Με το τέλος του πολέμου και την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), και έχοντας υπόψη, τα ζητήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας σύγκρουσης σχετικά με τις μειονότητες, η διεθνής κοινότητα θα προβεί σε ενέργειες προς τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίσει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιερώνοντας την αρχή της μη-διάκρισης λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή γλώσσας.
Στο σημείο αυτό γίνεται ένα σημαντικό βήμα, το οποίο δεν είναι, ωστόσο, αρκετό για να εξασφαλίσει την ουσιαστική προστασία των μειονοτήτων και να διαφυλάξει τη διαφορετικότητά τους. Το βασικό μειονέκτημα της προσέγγισης αυτής, εκτός από το γεγονός ότι τα μειονοτικά δικαιώματα εντάχθηκαν ως ιδιότυπη προστασία στο corpus των δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς να κρατήσουν την αυτοτέλειά τους, (Τσιτσελίκης, 1997, 26) ήταν ότι θεωρούσε πως η εφαρμογή της αρχής της μη-διάκρισης αποτελεί επαρκή εγγύηση για την προστασία των μειονοτήτων, άποψη η οποία επέφερε μια ταύτιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων με τα ατομικά δικαιώματα.
Ο προβληματισμός και η συζήτηση στη διεθνή κοινότητα, βασίζεται στο συλλογισμό ότι, για να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο, τα μέλη των μειονοτικών ομάδων δεν θα έπρεπε να διαφέρουν από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν, θεωρία που κυριαρχεί σε όλα τα διεθνή συμβατικά κείμενα της περιόδου. Έτσι τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν απλώς την υποχρέωση να μην εμποδίζουν τα μέλη των μειονοτικών ομάδων να κάνουν χρήση της γλώσσας τους, να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ή να τηρούν τα έθιμά τους. Η προσέγγιση αυτή πηγάζει κυρίως από την αντίθεση πολλών κρατών στο να παραχωρήσουν συλλογικά δικαιώματα σε μειονοτικές ομάδες, φοβούμενα ότι μια τέτοια παραχώρηση θα εισήγαγε μια συλλογική διάσταση μειονοτικής πραγματικότητας και ύπαρξης και θα οδηγούσε στην ανεπιθύμητη συσπείρωση των μειονοτικών πληθυσμών. Η προσέγγιση αυτή γινόταν πολύ πιο δύσκολη στην υλοποίησή της, τόσο έχοντας υπόψην τα πρόσφατα γεγονότα του πολέμου, όσο και τα επίκαιρα κινήματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η μελέτη των συμβατικών κειμένων που υιοθετήθηκαν, κυρίως μέσα από διαδικασίες του Ο.Η.Ε., δίνει την εντύπωση ότι τα κυρίαρχα κράτη δεν επιθυμούν να δεσμευθούν απέναντι στις μειονότητές τους. Ουσιαστικά διακηρύσσουν την πρόθεσή τους να μη σταθούν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, χωρίς, να δεσμεύονται να προωθήσουν και να στηρίξουν τις προσπάθειες των ομάδων αυτών για συνοχή. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η ιταλοαυστριακή σύμβαση σχετικά με τη γερμανόφωνη μειονότητα του Άλτο Άντιτζε, η ιδρυτική συνθήκη του αυστριακού κράτους, η οποία καθορίζει το πλαίσιο προστασίας της ουγγρικής, σλοβενικής και κροατικής μειονότητας, οι διακυρήξεις της Δανίας και της Γερμανίας για τις μειονοτικές ομάδες. (Minority Rights Group, 1991, 45)
Ειδικότερα η Αλβανία, μεταπολεμικά παρουσιάστηκε απρόθυμη στην επικύρωση βασικών διεθνών συμβάσεων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, το οποίο καταχύρωνε και εκπαιδευτικές πληροφορίες, ενώ επικύρωσε άλλες, όπως η Συμφωνία για τα Πολιτικά Δικαιώματα της Γυναίκας (1952) και τη Συμφωνία για την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948) (Amnesty Interantional 1991, 92).
Το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων, αντιμετωπίζεται πιο συγκροτημένα και ολοκληρωμένα -το ψυχροπολεμικό ωστόσο πλαίσιο υπάρχει ακόμη- από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε), σήμερα Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ( Ο.Α.Σ.Ε.), καθώς στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) γίνεται κάποια αναφορά, στην πολιτιστική συνεισφορά των μειονοτικών πληθυσμών και στην ανάγκη διευκόλυνσής τους από τα κράτη διαβίωσή τους. Οι εξαγγελίες και η ύπαρξη αναφορών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμπεριλαμβάνονταν στην Τελική Πράξη, αν και δημιουργούσαν την εντύπωση ότι δεν είχαν σημαντικές διαφορές από τα αντίστοιχα κείμενα του Ο.Η.Ε., εντούτοις εμφάνιζαν κάποιου είδους παραχωρήσεις από την κρατική πλευρά και αναφέρονταν, για πρώτη φορά, όχι μόνο στην ανάγκη για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και για «προαγωγή και ενθάρρυνσή τους».
Στο κείμενο της Βιέννης (1989), το τελευταίο πριν τις αλλαγές στον Ευρωπαικό και Βαλκανικό χώρο με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτωνν, που έδωσε μία άλλη διάσταση στο ζήτημα των μειονοτήτων, αναφέρεται ότι τα κράτη θα πρέπει «να φροντίσουν ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή τοπικούς πολιτισμούς […] να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους σε όλους του τομείς». Σχετικά με το θέμα της εκπαίδευσης, αναγνωρίζεται στα μέλη των μειονοτικών ομάδων το δικαίωμα να «…μεταδίδουν ή να λαμβάνουν παιδεία που να σχετίζεται με το δικό τους πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονιών να μεταφέρουν στα παιδιά τους τη γλώσσα, τη θρησκεία και την πολιτιστική τους ταυτότητα…», χωρίς όμως να υπάρχουν και να οριοθετούνται και εδώ, κάποιες συγκεκριμένες υποχρεώσεις από την πλευρά των κρατών.
Οι αλλαγές στον Ευρωπαικό χώρο μετά το 1991
Η πτώση των καθεστώτων που κυριαρχούσαν στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη καθώς και στη Χερσόνησου του Αίμου- ορισμένα είχαν κάποιας μορφής μειονοτική πολιτική- ανέδειξε το θέμα της παραχώρησης ειδικών δικαιωμάτων, τα οποία αποσκοπούν πλέον στη διάσωση της ελεύθερης έκφρασης της διαφορετικότητας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών ομάδων.
Ο διεθνής παράγοντας αρχίζει να κατανοεί και μπροστά στο πρόβλημα των προσφύγων που δημιουργούνται λόγω των κρατικών πολιτικών, αλλά και των ένοπλων συγκρούσεων που αρχίοζυν, ότι επιβάλλεται να προχωρήσει στη διαμόρφωση του δικαιώματος στην προστασία της ιδιαίτερης ταυτότητας μειονοτήτων, όσο και στο ζητούμενο του εκδημοκρατισμού των καθεστώτων. Τον Ιούνιο του 1990 υιοθετείται το κείμενο της Διακήρυξης της Κοπεγχάγης, στο οποίο για πρώτη φορά τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτικών ομάδων και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την προώθησή της.
Στο 4ο κεφάλαιο, παρ.33, της Διακήρυξης, περιλαμβάνεται ένα σύνολο διατάξεων, το οποίο αναφέρεται συγκεκριμένα στην προστασία των μειονοτήτων και των μελών τους. Στη συνέχεια τονίζεται ότι, για την προώθηση του έργου που αναλαμβάνουν τα κράτη προτείνεται να συμβουλεύονται αντιπροσώπους των μειονοτικών πληθυσμών. Με τον τρόπο αυτό οι διάφορες ομάδες, μέσα στις πολιτιστικές και άλλες τους διαφοροποιήσεις, αναγνωρίζονται για πρώτη φορά όχι μόνο ως φορείς δικαιωμάτων αλλά και ως αποδέκτες μιας επίσημης κρατικής πολιτικής. Τα κράτη τα οποία υπογράφουν και επικυρώνουν τη Σύμβαση συμφώνουν και διακυρρήτουν ότι «…ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες […] αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη σταθερότητα και τη δημοκρατία…».
Στο κείμενο της Διακήρυξης σημειώνεται επίσης το δικαίωμα των μειονοτικών πληθυσμών να «…προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητά τους…», με τη βοήθεια των κρατών μέσα στα οποία ζουν, σημείο το οποίο για πρώτη φορά γίνεται τόσο σαφές . Η Διακήρυξη εκχωρεί στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες έναν αριθμό συγκεκριμένων δικαιωμάτων, τα οποία θα μπορούν να εξασκούν ατομικά ή και από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους. Τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τη μητρική τους γλώσσα, κατ’ ιδίαν ή δημόσια, να συγκροτούν και να συντηρούν ιδρύματα, οργανώσεις και εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς συνδέσμους, και να ακολουθούν και να ασκούν ελεύθερα το θρήσκευμά τους. Η Αλβανία προσήλθε ως παρατηρητής στην Κοπενχάγη, υιοθετώντας μια σειρά από ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Revue Universelle des Droit del’ Homme, 1990, 339-346).
Ο νέος μηχανισμός προστασίας των μειονοτήτων
Την 21η Νοεμβρίου του 1990 θα υπογραφεί «ο Χάρτης του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη», ο οποίος εξέταζε το μειονοτικό ζήτημα από θετική οπτική γωνία, αποτελώντας ταυτόχρονα πραγματική διακήρυξη των πιστεύω της ηπείρου μετά την πτώση του τείχους, καθώς τόνιζε την άμεση σύνδεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου.
Συνειδητοποιώντας την επιτακτικότητα της ενίσχυσης συνεργασίας, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες αλλαγές στο χώρο, αλλά και σε διεθνές επίπεδο στο θέμα των μειονοτήτων, τα κράτη που συμμετείχαν στο Παρίσι, αποφάσισαν τη σύγκληση ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων με σκοπό την περαιτέρω διευκρίνιση και διεύρυνση των αρχών της Κοπεγχάγης. Τον Ιούνιο του 1991, στη Γενεύη, οι διαπραγματεύσεις αποδείχτηκαν εξαιρετικά δύσκολες, σε σημείο μάλιστα ώστε να υπάρξει κίνδυνος οι συμμετέχοντες να μην καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα τελικό κείμενο. Τα αποτελέσματα της Σύσκεψης, όπως αποτυπώνονται στην Έκθεση της Γενεύης, ήταν απογοητευτικά, καθώς επιβεβαίωναν τη δυσχέρεια και τη δυσκολία επίλυσης του ζητήματος των μειονοτήτων. Περιορίστηκαν στο συμπέρασμα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επιλυθούν τα προβλήματα στις περιοχές όπου γίνεται προσπάθεια για ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, καθώς εκεί τα θέματα που αφορούν στους μειονοτικούς πληθυσμούς είναι ιδιαίτερα επιτακτικά και η επίλυσή τους αποτελεί ίσως το σημαντικότερο βήμα προς την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική πρόοδο.
Το φθινόπωρο του 1991 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος) πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του της ΔΑΣΕ (Ο.Α.Σ.Ε.), στην οποία η Αλβανία είχε γίνει μέλος με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, η Συνδιάσκεψη της Μόσχας, κατά τη διάρκεια της οποίας κατεβλήθησαν προσπάθειες προσέγγισης του ζητήματος, με σκοπό να καταστεί σαφές σε όλα τα κράτη ότι η αποτελεσματική προστασία των μειονοτικών πληθυσμών που βρίσκονται στην επικράτειά τους είναι και προς δικό τους όφελος και δεν οδηγεί στην αποσύνθεση της εθνικής τους ενότητας. Παράλληλα, ένα πολύ σημαντικό βήμα προόδου ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Συνδιάσκεψη, δηλώνοντας ότι πρέπει να ασκηθεί η απαραίτητη πίεση ώστε να μην έγκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους η εφαρμογή ή μη των διεθνών κανόνων προάσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των μειονοτικών πληθυσμών. Στη Συνδιάσκεψη έγινε παρέμβαση από εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία, οι οποίοι τόνισαν τον περιορισμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων, ενώ έθεσαν και το ζήτημα της εκπαίδευσης, τονίζοντας την πολιτισμική καταπίεση και την αφομοίωση της μειονότητας. (Αmpatzis – Malkidis, 2000, 45)
Η στάση της διεθνούς κοινότητας στον τομέα του σεβασμού της ταυτότητας των μειονοτήτων, ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο αμφιλεγόμενη, καθώς από τη μια πλευρά εκδηλώνε την επιθυμία της να προστατεύσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς και να συμβάλλει ενεργά στο σεβασμό της διαφορετικότητάς τους και από την άλλη απέφευγε να προβεί σε δεσμεύσεις και κυρίως επίσημες αναγνωρίσεις της οντότητας των μειονοτικών πληθυσμών. Η περίπτωση του Ευρωπαικού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικής Γλώσσες, και πολύ έντονα της Σύμβασης Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα, αφού η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε ένα εξαιρετικά εύκαμπτο σχήμα, το οποίο θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους ειδικές περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η μειονοπτική γλώσσα, ενώ την ταυτόχρονα απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει και να αναλύσει το νομικό πλαίσιο σε δικαιώματα υπέρ των μειονοτήτων.
Είναι λοιπόν εμφανές το πόσο ισχυρός και επικίνδυνος παράγοντας θεωρείται η συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης ταυτότητας των μειονοτικών πληθυσμών, και οι προσπάθειες για κατοχύρωσή της από την πλευρά των μειονοτήτων, κυρίως όταν τα ίδια τα κράτη έχουν πλήρη επίγνωση ότι την έχουν εσκεμμένα αγνοήσει τόσο καιρό. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ακολουθεί η διεθνής κοινότητα ένα δρόμο χαμηλής και ήπιας προσέγγισης, προσπαθώντας να περιορίσει στο μικρότερο βαθμό δυνατόν τη λήψη μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανακατατάξεις και αναταράξεις και να φέρουν σε δύσκολη θέση τις κράτη, που έχουν αποδεχθεί κάποιες δεσμεύσεις.

Post a Comment

أحدث أقدم